Πολλοί πιστεύουν πως είναι έννοιες αντίθετες. Η επιστήμη όμως θεωρεί ότι είναι έννοιες αλληλεξαρτώμενες. Στο ίδιο συμπέρασμα μας οδηγεί και η καθημερινή ζωή. Για την ακρίβεια η ανεξαρτησία μπορεί να ειδωθεί ως προϋπόθεση της συντροφικότητας. 

 

 

Η σχέση του ζευγαριού περνάει από 5 στάδια:

 

Κατά το πρώτο στάδιο, αυτό της συγχώνευσης, το κυρίαρχο στοιχείο είναι η προσκόλληση στον\στην σύντροφο. Ο λαός μας το λέει χαρακτηριστικά «Είναι στα μέλια» για να δηλώσει αυτή την ανάγκη που έχουν οι σύντροφοι να είναι συνέχεια μαζί. Ο άλλος εξιδανικεύεται και προβάλλονται σ’ αυτόν όλες οι προσδοκίες για τον ιδανικό σύντροφο. Είναι όμως και η περίοδος κατά την οποία δημιουργούνται οι καλές αναμνήσεις οι οποίες μπορούν αργότερα να λειτουργήσουν ως σωσίβια στις δύσκολες στιγμές της σχέσης. Αυτή η φάση διαρκεί λίγο, πολλοί άνθρωποι αντί να προχωρήσουν στο επόμενο στάδιο της σχέσης και της προσωπικής τους ωρίμανσης, προτιμούν απλώς ν’ αλλάξουν σύντροφο.

 

Το δεύτερο στάδιο είναι η αντίσταση στη συγχώνευση που έχει δημιουργηθεί. Η σχέση γίνεται αντιληπτή ως «δεσμά» και ο κάθε σύντροφος αντιλαμβάνεται τον άλλο ως εμπόδιο στην προσωπική του ανάπτυξη. Είναι η εποχή των μεγάλων αντιπαραθέσεων.

 

Το επόμενο στάδιο είναι η διαφοροποίηση του ατόμου. Σε αυτή τη φάση ο κάθε σύντροφος σταματάει πια να ρίχνει το φταίξιμο στον άλλο και αναλαμβάνει τις ευθύνες του. Είναι η ώρα όπου ο καθένας «ενηλικιώνεται» μέσα στη σχέση και αυτονομείται. Εδώ ο κίνδυνος χωρισμού αυξάνεται καθώς ο κάθε σύντροφος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ξεχωριστό και αυτόνομο άτομο.

 

Κλείνοντας τον κύκλο της ανεξαρτητοποίησης, το ζευγάρι μπορεί να περάσει στο στάδιο της επαναπροσέγγισης. Αν οι σύντροφοι ξεπεράσουν την φάση της διαφοροποίησης και δεν χωρίσουν, μπορούν να ανακαλύψουν στον σύντροφό τους πράγματα που εκτιμούν και να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση τους. Τώρα πια βλέπουν τον άλλον περισσότερο όπως πραγματικά είναι και λιγότερο όπως θα ήθελαν να είναι.

 

Το τελικό στάδιο αποτελεί την ένωση των δυο μελών σ’ ένα ανώτερο επίπεδο ωριμότητας. Σε αυτό το στάδιο, η αυτονομία του καθενός έχει εγκαθιδρυθεί. Παράλληλα όμως και μια νέα συντροφικότητα βιώνεται. Ο κάθε ένας αποτελεί πρότυπο για τον άλλο και η διαφορετικότητα του βιώνεται όχι πλέον ως κάτι επικίνδυνο, αλλά ως μια πρόκληση για προσωπική ανάπτυξη του άλλου. (Β. Ιωαννίδου, «Η τέχνη της συντροφικής ζωής»)

 

Σύμφωνα με έρευνες, αυτές τις φάσεις μπορεί να τις περάσει ένα ζευγάρι πολλές φορές στη διάρκεια του κοινού τους βίου. Επιπλέον, η πορεία αυτή είναι καθαρά προσωπική και έτσι μπορεί ο κάθε σύντροφος να βρίσκεται σε διαφορετικό στάδιο από τον άλλο. Ένα από τα ερωτήματα που τίθενται είναι αν ο κάθε σύντροφος είναι διατεθειμένος να περιμένει ή να προχωρήσει προς τον άλλο για να ξαναβρεθούν.

 

Έτσι η ανεξαρτησία και η ανάγκη του να είναι κανείς διαφορετικός αποτελεί προϋπόθεση για να μπορέσει να δημιουργήσει κάθε φορά και

ωριμότερες σχέσεις.

 

Αλεξία Ζήση

M.Sc. Συστημική Οικογενειακή Θεραπεύτρια

 

Η Διαταραχή Πανικού ανήκει στις Αγχώδεις Διαταραχές, οι οποίες αποτελούν μια από τις συχνότερες ομάδες ψυχιατρικών διαταραχών.

Τι είναι ο Πανικός;

Είναι η αγχώδης εκείνη διαταραχή που χαρακτηρίζεται από αιφνίδιες και επαναλαμβανόμενες προσβολές έντονου άγχους, δυσφορίας, φόβου κι ενίοτε τρόμου και συνοδεύεται από μια σειρά ψυχολογικών & σωματικών συμπτωμάτων.

Τα κυρίαρχα ψυχολογικά συμπτώματα είναι: φόβος απώλειας ελέγχου, φόβος τρέλας και αδυναμία συγκέντρωσης, ενώ στα κυρίαρχα σωματικά συμπτώματα περιλαμβάνονται: η δύσπνοια, η ζάλη, η έλλειψη ισορροπίας, το τρέμουλο, η ταχυκαρδία, εξάψεις, εφίδρωση, κ.α.

Τα τελευταία χρόνια διαπιστώνεται η ολοένα κι αυξανόμενη εκδήλωση κρίσεων πανικού. Εμφανίζεται, συνήθως, για πρώτη φορά στις ηλικίες 20-25 ετών, και παρατηρείται συχνότερα στις γυναίκες. Άλλοτε έρχεται ξαφνικά κι άλλοτε ως αποτέλεσμα θλίψης, άγχους, έντονου στρες.

Η διαταραχή πανικού προσβάλει το 5% των εφήβων και είναι λιγότερο συχνή στα παιδιά μικρότερης ηλικίας.

Την στιγμή της κρίσης πανικού το άτομο πανικοβάλλεται, χάνει τον έλεγχο, κυριεύεται από έντονο φόβο άγνοιας ως προς τι ακριβώς του συμβαίνει και άγχος για το πώς θα εξελιχθεί.

Ιατρικές Επισκέψεις

Το 50% των ανθρώπων που βιώνουν κρίσεις πανικού απευθύνονται στον καρδιολόγο, λόγω της ταχυκαρδίας την περίοδο του επεισοδίου.

Στις κρίσεις πανικού με μεγάλη ένταση, πολλοί πάσχοντες κυριεύονται από φόβο ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα υγείας.

Φαύλος Κύκλος

Άπαξ και συμβεί μια φορά, το άτομο αρχίζει και βιώνει άγχος προσμονής για την επόμενη κρίση.

Είναι σε διαρκή επιφυλακή για σωματικά συμπτώματα ή ενοχλήσεις που θα σηματοδοτήσουν μια επόμενη κρίση.

Η καθημερινότητα καθίσταται βασανιστική και εξαιρετικά περιοριστική, τόσο για τον ίδιο, όσο και για τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν.

Σε αυτόν τον φαύλο κύκλο προσμονής και αποφυγής, τα αίτια που προκαλούν την κρίση συχνά παρερμηνεύονται.

Έτσι, από μια αντίδραση άγχους με εσωτερικά και ψυχικά αίτια καταλήγει να αποδίδεται σε εξωτερικά αίτια, με αποτέλεσμα να «φτωχύνει» την καθημερινότητα του ατόμου, συρρικνώνοντας σημαντικούς τομείς της ζωής του.

Θεραπεία

Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι οι κρίσεις πανικού, αλλά και η Διαταραχή Πανικού, είναι εύκολα και αποτελεσματικά αντιμετωπίσιμες καταστάσεις και γι' αυτό είναι καλό να αναζητήσει κανείς τη βοήθεια ενός ειδικού έγκαιρα. Η ψυχοθεραπεία σε συνδυασμό με τεχνικές χαλάρωσης στοχεύουν στην απαλλαγή από τα συμπτώματα και την επαναφορά του ατόμου σε μια καλά λειτουργική καθημερινότητα.

Βίκυ Τσατσανύφου

Ψυχολόγος – Οικογενειακή Θεραπεύτρια

Η εφηβεία αποτελεί την κατεξοχήν περίοδο ανάπτυξης και ολοκλήρωσης της ανθρώπινης προσωπικότητας. Πρόκειται για την τελευταία φάση ανάπτυξης του ατόμου πριν την οριστική είσοδό του σε αυτό που αποκαλούμε ωριμότητα ή ενήλικη ζωή. Είναι η περίοδος κατά την οποία το άτομο, θεωρητικά τουλάχιστον, δεν ανήκει πλέον στην παιδική ηλικία, αλλά ούτε και στην κανονική ενήλικη ζωή.

Τι είναι η εφηβεία;

  • Είναι μια μεταβατική φάση από την παιδική ηλικία στην ενήλικη ζωή
  • Είναι η φάση όπου το άτομο «απομακρύνεται» σιγά-σιγά από την οικογένεια
  • Ξεκινούν οι σεξουαλικές αναζητήσεις και η κοινωνική ένταξη, κυρίως μέσω της ομάδας των συνομηλίκων
  • Επαναδιαπραγμάτευση πολλών θεμάτων και δυσκολιών, που υπήρχαν από την παιδική ηλικία (π.χ. δυσκολίες στις σχέσεις με τους γονείς, θέματα αυτονομίας)

Τα Χαρακτηριστικά των Εφήβων;

  • Αυθορμητισμός & άμεση έκφραση του συναισθήματος
  • Ανάγκη από αναγνώριση, επιβεβαίωση, και επιβράβευση
  • Ιδεολόγοι & οραματιστές
  • Αποφασιστικότητα, ισχυρή θέληση και πάθος στα πιστεύω τους
  • Ασυμβίβαστοι (εξαιτίας της έλλειψης πείρας και του αυθορμητισμού)
  • Έχουν έντονες κοινωνικές ευαισθησίες (αντιδρούν στην αδικία και την εκμετάλλευση)

Η ρευστότητα της σημερινής οικογενειακής δομής δημιουργεί πλήθος αντιφάσεων σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο βιώνουν τα παιδιά και οι γονείς τον ρόλο τους. Όπως ακριβώς συμβαίνει με τον έφηβο, που βρίσκεται σε μια φάση αναζήτησης, έτσι και ο γονέας βρίσκεται σε μια φάση αναζήτησης νέας ταυτότητας και νέου γονεϊκού ρόλου.

Ο γονέας καλείται ουσιαστικά να ισορροπήσει ανάμεσα στις εμπειρίες του ως παιδί και στις απαιτήσεις που προβάλει η σύγχρονη πραγματικότητα. Από την εποχή που ως παιδί ήταν πλήρως συμμορφωμένος προς την γονεϊκή εξουσία, έχει καταλήξει να λειτουργεί με τελείως διαφορετικό τρόπο. Δηλαδή, χαρακτηρίζεται από αδυναμία επιβολής ορίων, στερήσεων, απαγορεύσεων, κανόνων και περιορισμών.

Σχέση με Γονείς

  • Ο έφηβος αποφεύγει μπροστά στους γονείς του να συμπεριφέρεται σαν παιδί. Αποφεύγει να ζητά πράγματα και δεν επιτρέπει στον εαυτό του να φανεί μικρός, ανήμπορος, ανενημέρωτος και χωρίς άποψη.
  • Απαιτεί από τους γονείς του να του φέρονται ως ενήλικας και να μην τον μειώνουν. Απεχθάνεται τις πολύ μητρικές συμπεριφορές και επιθυμεί την ελευθερία του λόγου και των κινήσεών του.
  • Αναζητά, με λίγα λόγια, την αναγνώρισή του ως ξεχωριστού και αυτόνομου ατόμου.
  • Σε πρακτικό επίπεδο θέλει να έχει το δικό του δωμάτιο, όπως το θέλει, να ντύνεται όπως ο ίδιος επιθυμεί, να ακούει τη μουσική που θέλει και να κάνει παρέα με όποιον εκείνος διαλέξει.

Η Κρίση της Εφηβείας

Ο όρος «κρίση» χρησιμοποιείται ώστε να αναδειχθεί μια κατάσταση ανισορροπίας ή αδιεξόδου, την οποία βιώνει ο έφηβος σε ψυχολογικό επίπεδο και προέρχεται από τις σωματικές και ψυχικές αλλαγές που συμβαίνουν αυτήν την περίοδο.

Σε γενικές γραμμές, μεγάλο ποσοστό των εφήβων βιώνει μια «ομαλή και προοδευτική κατάσταση αλλαγής», την οποία δε θεωρεί διαταρακτική της σχέσης του με τον εαυτό του, το σώμα του και τον περίγυρό του.

Η Γονεϊκή κρίση

Οι αλλαγές στην εφηβεία προκαλούν συχνά μια αόριστη αναστάτωση ή ένα αίσθημα απώλειας και στους γονείς. Η συναισθηματική αυτή αναστάτωση δεν οφείλεται στην περίεργη συμπεριφορά του εφήβου, αλλά στο ίδιο το γεγονός της αυτονόμησης και της ωρίμανσής του. Ο έφηβος πλέον δε μιλά πολύ, αναπτύσσει προσωπική ζωή που δεν ελέγχει ο γονέας.

Οι γονείς νιώθουν ότι «χάνουν» το παιδί τους. Συχνά, αναζητούν συμβουλευτική υποστήριξη σε σχέση με τον έφηβο, μη αναγνωρίζοντας την δική τους αδυναμία να περάσουν και οι ίδιοι σε ένα διαφορετικό αναπτυξιακό στάδιο (φόβος για το δικό τους μέλλον, πλέον έχουν άλλο ρόλο διαφορετικό από εκείνο του φροντιστή και ελεγκτή, περνούν σε μια άλλη ηλικιακή φάση και πρέπει να το δεχτούν).

Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι παράλληλα με τον έφηβο που βιώνει αλλαγές και προχωράει σ’ ένα επόμενο στάδιο ανάπτυξης, έτσι και οι γονείς αντίστοιχα μεταβαίνουν σε ένα επόμενο αναπτυξιακό στάδιο.  Μιλάμε, συνεπώς, για τον κύκλο ζωής της οικογένειας η οποία κάθε φορά που βιώνει νέες αλλαγές δυσκολεύεται και επιστρέφει στις γνώριμες και οικείες συμπεριφορές, καθώς κάθε τι καινούριο φαντάζει απειλητικό. Ωστόσο, όταν αυτές οι αλλαγές επιτραπεί να βιωθούν βρίσκεται μια καινούρια ισορροπία στις σχέσεις των μελών της οικογένειας, η οποία περνά στην επόμενη αναπτυξιακή φάση όντας λειτουργική.

Βίκυ Τσατσανύφου

Ψυχολόγος – Οικογενειακή Θεραπεύτρια

Η παχυσαρκία συχνά κουβαλάει ένα πολύ αρνητικό κοινωνικό στίγμα. Σε μια κοινωνία που εξιδανικεύει και προωθεί το αδύνατο σώμα, τα άτομα που είναι υπέρβαρα έχουν ενσωματώσει τα αρνητικά συναισθήματα που συνοδεύουν την προκατάληψη για το αυξημένο βάρος με αποτέλεσμα να δέχονται πολλές φορές την διάκριση εναντίον τους ως κάτι φυσιολογικό. Ακόμα και στο πλαίσιο της εργασίας μπορεί να αντιμετωπίσουν όχι κολακευτικά ή και υποτιμητικά σχόλια με τη μορφή χιούμορ, ή να βιώσουν διακρίσεις σε θέματα πρόσληψης, ή προαγωγής. Συνεπώς τα άτομα αυτά παρουσιάζουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και κοινωνικό άγχος, ενώ αναφέρουν χαμηλή ποιότητα ζωής. Κυρίως παχύσαρκα άτομα με νεαρή ηλικία έναρξης παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα δυσαρέσκειας για την εικόνα του σώματός τους. Μπορεί να έχουν δεχτεί πειράγματα σχετικά με το βάρος τους ή το σωματότυπό τους με αποτέλεσμα να νιώθουν αμηχανία στο να δείχνουν το σώμα τους ή να ξεκινήσουν κάποια φυσική δραστηριότητα. Ενώ λοιπόν η παχυσαρκία είναι ένας σημαντικός παράγοντας επικινδυνότητας εμφάνισης της κατάθλιψης, έρευνες έχουν δείξει πως κάποιοι άνθρωποι καταναλώνουν μεγαλύτερη ποσότητα φαγητού όταν είναι επηρεασμένοι από κατάθλιψη και άγχος. Πρόκειται για έναν κύκλο παχυσαρκίας – κατάθλιψης στον οποίο πιο ευάλωτες παρουσιάζονται οι γυναίκες. Η παχυσαρκία προκαλεί την κατάθλιψη και η κατάθλιψη επηρεάζει την παχυσαρκία. Διάφοροι στρεσογόνοι παράγοντες όπως ανεργία, απώλεια αγαπημένου προσώπου, διαπροσωπικές δυσκολίες, διαζύγιο, μπορεί να εκλύσουν ή να επιδεινώσουν έναν ανθυγιεινό τρόπο διατροφής. Όσο πιο μεγάλες οι συναισθηματικές συγκρούσεις και δυσκολίες τόσο πιο μεγάλη η πιθανότητα της τάσης για μια προβληματική διατροφική συμπεριφορά. Κι από την άλλη, οι παρενέργειες κάποιων ψυχοτρόπων φαρμάκων συμβάλλουν στην ανάπτυξη της παχυσαρκίας. Η αύξηση του βάρους περιλαμβάνεται ανάμεσα στις πιο προβληματικές παρενέργειες αυτών των φαρμάκων (αντικαταθλιπτικά, αντιψυχωσικά, σταθεροποιητές διάθεσης).

Παχυσαρκία και Διαταραχή Υπερφαγίας

Παρόλο που σύμφωνα με το DSM-5 (Διαγνωστικό και στατιστικό εγχειρίδιο ψυχικών διαταραχών, πέμπτη έκδοση) η παχυσαρκία δεν αποτελεί ψυχική διαταραχή, σχετίζεται με την διαταραχή υπερφαγίας που ανήκει στις διαταραχές πρόσληψης τροφής. Η διαταραχή αυτή χαρακτηρίζεται από επανειλημμένα επεισόδια υπερφαγίας – κατανάλωση μιας ποσότητας φαγητού μεγαλύτερη από όση θα έτρωγαν οι περισσότεροι άνθρωποι μέσα σε μια διακριτή χρονική περίοδο – τα οποία συνοδεύονται από μια αίσθηση απώλειας ελέγχου – το άτομο νιώθει ότι δεν μπορεί να μη φάει ή να σταματήσει να τρώει από τη στιγμή που άρχισε, με απουσία συστηματικής χρησιμοποίησης ακατάλληλης αντισταθμιστικής συμπεριφοράς (όπως πρόκληση εμέτου). Η διαταραχή αυτή συναντάται σε πολλά παχύσαρκα άτομα τα οποία ντρέπονται για το διατροφικό τους πρόβλημα και προσπαθούν να το κρύψουν. Παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν τη συμπεριφορά αυτή περιλαμβάνουν αρνητικά συναισθήματα των ατόμων για το βάρος τους και το σχήμα του σώματός τους. Οι έρευνες δείχνουν πως υπάρχουν αρκετές διαφορές ανάμεσα στα παχύσαρκα άτομα με διαταραχή υπερφαγίας και στους παχύσαρκους χωρίς τη διαταραχή. Οι πρώτοι παρουσιάζουν υψηλότερα επίπεδα ψυχοπαθολογίας – καταθλιπτικές και διπολικές διαταραχές, αγχώδεις διαταραχές. Υπάρχουν επίσης διαφορές στο περιεχόμενο των αντιλήψεών τους, με τους ασθενείς που υποφέρουν από τη διαταραχή υπερφαγίας να έχουν πιο διαστρεβλωμένες πεποιθήσεις για την εικόνα σώματος. Οι συνέπειες είναι αρνητική αυτοεκτίμηση και δυσαρέσκεια για τον εαυτό τους ενώ εκδηλώνουν πιο έντονη ενασχόληση με το βάρος τους. 

Ο ρόλος της ψυχοθεραπείας

Καθώς η παχυσαρκία σχετίζεται με ψυχολογικές συνέπειες, η ψυχοθεραπεία μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπισή της.

  • Μειώνει το άγχος που βιώνουν οι παχύσαρκοι ασθενείς με διαταραχή υπερφαγίας.
  • Βοηθά το άτομο να συνειδητοποιήσει την ασυνείδητη προέλευση και σημασία που έχει γι’ αυτόν η υπερβολική κατανάλωση φαγητού.
  • Βοηθά τους ασθενείς να διαχειριστούν τις συνέπειες της προκατάληψης που επικρατούν σε μια κοινωνία όπου οι αρνητικές αντιλήψεις για την παχυσαρκία είναι εδραιωμένες
  • Ενισχύει την αυτοαποδοχή σε παχύσαρκους ασθενείς που έχουν μάθει να νιώθουν ντροπή για το βάρος τους. Η μεγαλύτερη αυτοαποδοχή και συνεπώς η αύξηση της αυτοπεποίθησης δρουν καταλυτικά στην ανάπτυξη ενός κινήτρου για πιο υγιεινό τρόπο διατροφικής συμπεριφοράς ή για μια προσπάθεια μείωσης του βάρους.
  • Βοηθά το άτομο να διατηρήσει το μειωμένο βάρος όταν αυτό επιτευχθεί
  • Παρόλο που η υπερβολική κατανάλωση φαγητού και η ανεπαρκής άσκηση αποτελούν μέρη ενός περίπλοκου βιοψυχοκοινωνικού προβλήματος, με σημαντικά γενετικά αίτια και τον μεταβολισμό να παίζει καθοριστικό παράγοντα, η συμπεριφοριστική θεραπεία είναι διαδεδομένη.
  • Η γνωσιακή – συμπεριφοριστική θεραπεία που εστιάζει στις διαστρεβλωμένες πεποιθήσεις σχετικά με την εικόνα σώματος, καθώς και η διαπροσωπική θεραπεία που δίνει έμφαση στη δυναμική των  διαπροσωπικών σχέσεων και πως αυτή επηρεάζει τον τρόπο διατροφής, έχουν θετική επίδραση στη μείωση της υπερφαγίας.

Τσώλα Δήμητρα

Ψυχολόγος, Ψυχοθεραπεύτρια

Πότε να μιλήσω στο παιδί;

Η κατάλληλη ηλικία συζήτησης με το παιδί μας σχετικά με το σεξ ποικίλει από παιδί σε παιδί. Μιλάμε στο παιδί μας γύρω από το θέμα αυτό, όταν ξεκινήσει αυτό να ρωτά.

Από τον πρώτο χρόνο της ζωής του, το παιδί αγγίζει κι εξερευνά το κάθε τι προκειμένου να εξερευνήσει το περιβάλλον του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποτελεί για εκείνο το σώμα του.

Από τα 3 του χρόνια, όπου ανακαλύπτει το φύλο του, γίνεται περίεργο και για το σώμα των άλλων και με τη βοήθεια του λόγου, ο οποίος έχει γίνει πια παραγωγικός, ξεκινά να εκφράζει απορίες: «Πώς γεννιούνται τα μωρά;», «Γιατί τα γεννητικά όργανα της μαμάς είναι διαφορετικά απ’ του μπαμπά;».

Η στάση των γονέων

Η αντίδραση των γονέων σε τέτοιου είδους ερωτήσεις ποικίλλει. Άλλοι ξαφνιάζονται και δεν ξέρουν τι να απαντήσουν, άλλοι ντρέπονται και αλλάζουν θέμα συζήτησης κ.ο.κ.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν υπάρχει λόγος ντροπής. Η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση και οι αναζητήσεις τέτοιου τύπου από την πλευρά του παιδιού μας είναι πλέον φυσιολογικά ζητήματα και δε θα έπρεπε να μας ανησυχούν και να μας αναστατώνουν.

Τι λέμε;

  • Ενθαρρύνετε το παιδί να μιλά και να κάνει ερωτήσεις.
  • Χρειάζεται να είμαστε σαφείς κ κατανοητοί. Μιλάμε ειλικρινά κι απλά, προσαρμόζοντας πάντα το λόγο μας στην ηλικία του παιδιού και αποφεύγουμε περιττές λεπτομέρειες, οι οποίες μπορεί να το μπερδέψουν.
  • Οι δύο γονείς πρέπει να κρατούν ίδια στάση, όπως και στα υπόλοιπα θέματα που αφορούν στο παιδί τους.
  • Ακόμα κι αν δεν γνωρίζουμε κάτι, λέμε την αλήθεια και παίρνουμε τον χρόνο μας ώστε να διαβάσουμε σχετικά με το θέμα και φυσικά επανερχόμαστε στο παιδί λύνοντάς του τις απορίες.
  • Δεν αρκεί να μιλήσουμε στο παιδί μας μια φορά για τα θέματα αυτά. Η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση είναι μια διαρκής διαδικασία, που εκτείνεται μέχρι την εφηβεία.
  • Προμηθευτείτε βιβλία για γονείς, αλλά και για παιδιά γύρω από το συγκεκριμένο θέμα.

Να θυμάστε ότι:

  • Παραμελώντας τη σεξουαλική αγωγή των παιδιών, ταυτόχρονα αρνούμαστε γνώσεις και δεξιότητες σ’ ένα τομέα που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη ζωή τους.
  • Ακόμα κι αν εμείς ως παιδιά δεν είχαμε τέτοιου είδους συζητήσεις με τους γονείς μας, δε σημαίνει ότι αυτό χρειάζεται να συμβεί και στην περίπτωση του δικού μας παιδιού. Η εποχή μας εξάλλου είναι τόσο διαφορετική από εκείνη των γονιών μας.
  • Αν δεν αναλάβετε ως γονείς να κάνετε τέτοιες συζητήσεις με τα παιδιά σας, κάποιος άλλος θα το κάνει (φίλοι, τηλεόραση, κ.λ.π.). Το περιεχόμενο αυτών των συζητήσεων, όμως, είναι αμφιβόλου ποιότητας και συχνά μπορεί να οδηγήσει το παιδί σε στρεβλωμένες πεποιθήσεις γύρω από το σεξ.
  • Μην ανησυχείτε! Τίποτα δεν μπορεί να πάει τόσο λάθος που να προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη. Να έχετε εμπιστοσύνη στο ένστικτο και τη διαίσθησή σας. Μεγαλύτερο πρόβλημα μπορεί να δημιουργηθεί στην περίπτωση που δε μιλάτε με το παιδί σας.
  • Η στάση και τα λόγια σας διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην εικόνα των παιδιών για τα δύο φύλα.
  • Το όφελος από την σεξουαλική αγωγή του παιδιού είναι τεράστιο, διότι, εκτός από τον προσανατολισμό που του παρέχετε, το βοηθάτε στη συναισθηματική του ανάπτυξη, αποκτά σεβασμό στον εαυτό του, εμπιστοσύνη σε σας, σωστή και υγιή στάση απέναντι στη σεξουαλικότητα.

Βίκυ Τσατσανύφου

Ψυχολόγος – Οικογενειακή Θεραπεύτρια

Συνεργάτης του Ψυχοθεραπευτικού Κέντρου – Πολυχώρου Animus Corpus

Οι γονείς, στη σύγχρονη εποχή, φαίνεται να έχουν ανάγκη από «τεχνικές», που να τους βοηθούν να κατανοήσουν τα παιδιά τους και να αποκαταστήσουν μαζί τους μια ποιοτική και διαρκή επικοινωνία. Ωστόσο, οι τρόποι πειθαρχίας που θα μεταχειριστεί ένας γονιός εξαρτώνται από τη δική του ιδιοσυγκρασία, καθώς και αυτή του παιδιού του. Τι ταιριάζει στον ίδιο, με ποιο τρόπο θα το κάνει, τι «πιάνει» στο παιδί του; Ό,τι ξέρει ο γονιός γύρω από το χαρακτήρα και τις ευαισθησίες του παιδιού του είναι ιδιαίτερα χρήσιμο.

Η σημασία της οριοθέτησης για τα ίδια τα παιδιά

Έρευνες δείχνουν ότι γονείς που θέτουν σταθερά όρια χωρίς να περιορίζουν ευκαιρίες για πειραματισμό, έχουν παιδιά με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, τα οποία είναι ανεξάρτητα, υπεύθυνα, μαθαίνουν να επιλύουν προβλήματα και έχουν καλές κοινωνικές δεξιότητες, καθώς έχουν καλύτερη προσαρμογή στην ομάδα των συνομιλήκων.

Η σημασία της οριοθέτησης για όλη την οικογένεια

Η οριοθέτηση είναι πολύ σημαντική για τη διαμόρφωση της ταυτότητας όλων των μελών του οικογενειακού συστήματος, για την κατανόηση των ρόλων τους και την ανάδειξη της εμπιστοσύνης προς τους ίδιους. Βοηθά τους γονείς να ισχυροποιήσουν την προσωπικότητά και το ρόλο τους, να ενισχύσουν τις αξίες και τις στάσεις τους απέναντι στη ζωή και να μπορέσουν να μεταδώσουν όλα αυτά με ένα τρόπο που να μπορεί με ασφάλεια να τροποποιεί κάθε φορά τα χαρακτηριστικά των μελών της οικογένειας.

Τα όρια συντελούν στο να υπάρχει ομαλότητα στην επικοινωνία, στις σχέσεις και στην αλληλεπίδραση, βοηθάνε την οικογένεια να μπορεί να αντιμετωπίζει κάθε δυσκολία που προκύπτει και οι κανόνες να μπαίνουν με ένα τρόπο κατανοητό και άμεσο έτσι ώστε η οριοθέτηση να ωφελεί την οικογένεια να ανατρέχει σε αυτούς με ασφάλεια όταν υπάρξει κάποιο πρόβλημα στις σχέσεις.

Έλλειψη ορίων

Αν δεν υπάρχουν όρια στην οικογένεια, τότε το παιδί δεν μαθαίνει την υποχώρηση, την εκτίμηση και τον σεβασμό προς άλλα πρόσωπα. Ένα παιδί που δεν γνωρίζει όρια είναι ανασφαλές και βιώνει συχνά την απόρριψη. Για παράδειγμα, παιδιά που δεν έχουν ακούσει το όχι από τους γονείς τους δυσκολεύονται να κάνουν πραγματικούς φίλους γιατί περιμένουν από τους άλλους να ικανοποιούν τις ανάγκες τους και επιπλέον δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν οτιδήποτε έχουν γιατί το θεωρούν δεδομένο.

Πότε είναι η κατάλληλη ηλικία για οριοθέτηση των παιδιών;

Όσο πιο νωρίς αρχίζει η οριοθέτηση της συμπεριφορά του παιδιού, τόσο το καλύτερο. Αν από την νηπιακή ηλικία το παιδί μας μάθει να ελέγχει τη συμπεριφορά του, να δέχεται κανόνες, να εκφράζει με υγιή τρόπο τα συναισθήματα του και να γίνεται υπεύθυνο, τότε μεγαλώνοντας θα μπορέσει να αποφύγει τους κινδύνους και να είναι ευτυχισμένο. Τα όρια, φυσικά, πρέπει να συμβαδίζουν με το στάδιο ανάπτυξης του παιδιού και να προσαρμόζονται στα χαρακτηριστικά της ηλικίας του.

Πώς πετυχαίνουν τα όρια;

  • Σταθερότητα και συνέπεια από την πλευρά των γονέων.
  • Θετική διατύπωση (Προσπαθούμε να σκεφτόμαστε θετικά και να διατυπώνουμε τις προτάσεις μας με θετικό τρόπο, όπως για παράδειγμα, αντί για «Μην χοροπηδάς πάνω στο κρεβάτι σου», είναι προτιμότερο να πούμε «Σε παρακαλώ, κατέβα από το κρεβάτι σου, γιατί μπορεί να χτυπήσεις»).
  • Περιορίστε τα πολλά όχι (Ιεραρχήστε τα θέματα για τα οποία θέλετε να διεκδικήσετε μία συγκεκριμένη συμπεριφορά από τα παιδιά, και για τα λιγότερο σημαντικά θέματα ας είμαστε περισσότερο ανεκτικοί).

Πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι τα όρια δεν πρέπει να εμποδίζουν το παιδί να μεγαλώσει, αλλά να το ακολουθούν στο μεγάλωμά του. Τα όρια είναι ένδειξη αγάπης και μέρος της φροντίδας που παρέχουν οι γονείς στα παιδιά τους. Είναι κάτι που χρησιμοποιούμε, ώστε να τα διδάξουμε να ξεχωρίζουν αυτό που επιτρέπεται από αυτό που δεν επιτρέπεται και να κατορθώσουν να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα στην υπόλοιπη ζωή τους.

Βίκυ Τσατσανύφου

Ψυχολόγος – Οικογενειακή Θεραπεύτρια

Συνεργάτης του Ψυχοθεραπευτικού Κέντρου – Πολυχώρου Animus Corpus

Οι διαταραχές διατροφής χαρακτηρίζονται από σημαντική διαταραχή της συμπεριφοράς στην πρόσληψη τροφής. Οι δύο κύριες διαταραχές είναι η ψυχογενής ανορεξία  και η ψυχογενής βουλιμία.

Ψυχογενής ανορεξία:

 Αποτελεί μια πολύ σοβαρή κατάσταση, δυνητικά θανατηφόρο. Εμφανίζεται, κυρίως, σε κορίτσια εφηβικής ηλικίας ή και σε νεαρές γυναίκες. Σπανιότερα, εμφανίζεται και σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας, καθώς και σε αγόρια εφηβικής ή νεαρής ηλικίας.

Τα άτομα με ψυχογενή ανορεξία χαρακτηρίζονται από: 

  • Διαταραγμένη εικόνα σώματος.
  • Επιβολή αυστηρών διαιτητικών περιορισμών (υποσιτισμός).
  • Δραματική μείωση βάρους.
  • Αυστηρά προγράμματα άσκησης.
  • Τακτικά επεισόδια υπερφαγίας.
  • Πρόκληση εμέτων, λήψη καθαρκτικών, διουρητικών και φαρμάκων κατασταλτικών της όρεξης.
  • Αμηνόρροια (στις γυναίκες).

Ψυχογενής βουλιμία: 

Η κατανομή ηλικίας και φύλου είναι παρόμοια προς εκείνη της ψυχογενούς ανορεξίας, αλλά η ηλικία έναρξης τείνει να είναι ελαφρώς καθυστερημένη.

Τα άτομα με ψυχογενή βουλιμία χαρακτηρίζονται από:

  • Επανειλημμένα επεισόδια υπερφαγίας σε σύντομο χρονικό διάστημα.
  • Ακατανίκητη επιθυμία για λήψη τροφής.
  • Υπερβολική ενασχόληση με τον έλεγχο του σωματικού βάρους.
  • Πρόκληση εμέτων, κατάχρηση καθαρτικών ουσιών, εναλλασσόμενες περίοδοι αποχής από τη λήψη τροφής, χρήση διουρητικών και φαρμάκων κατασταλτικών της όρεξης.
  • Νοσηρός φόβος πάχυνσης.
  • Συχνά, ιστορικό ψυχογενούς ανορεξίας.

Αιτίες: 

Δεν είμαστε σίγουροι για το ποιες είναι οι αιτίες της ψυχογενούς ανορεξίας και βουλιμίας. Παίζει ρόλο ένα σύνολο βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων.

Ωστόσο, συχνό γνώρισμα ατόμων με διατροφικές διαταραχές είναι η χαμηλή αυτοεκτίμηση, τα αισθήματα απελπισίας και η έντονη δυσαρέσκεια για την εμφάνισή τους. Επίσης, ειδικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας συνδέονται με κάθε μία από τις διαταραχές. Οι άνθρωποι με ανορεξία π.χ. τείνουν να είναι τελειομανείς, ενώ τα άτομα με βουλιμία είναι συχνά παρορμητικά.

Αντιμετώπιση: 

Οι διατροφικές διαταραχές μπορούν να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά. Αν οι διατροφικές διαταραχές αντιμετωπισθούν από νωρίς, αυτό θα βελτιώσει την έκβαση της ανάρρωσης. Η ανάρρωση μπορεί να πάρει μήνες ή χρόνια, αλλά η πλειοψηφία των ατόμων αναρρώνουν.

Όταν γίνει η διάγνωση της διατροφικής διαταραχής, μπορεί να χρειασθεί η συμμετοχή διαφόρων ιατρικών ειδικοτήτων και επαγγελματιών υγείας, καθ’ ότι οι διαταραχές αυτές επηρεάζουν τα άτομα τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά. Σημαντικό ρόλο, διαδραματίζει και η εμπλοκή της οικογένειας του ατόμου που πάσχει από διατροφική διαταραχή.

Η υποστήριξη και η επιμόρφωση, καθώς και η καλύτερη κατανόηση των θεμάτων αυτών από το κοινωνικό σύνολο, αποτελούν ένα σημαντικό μέρος της θεραπευτικής αγωγής.

Βίκυ Τσατσανύφου

Ψυχολόγος – Οικογενειακή Θεραπεύτρια

Η επικοινωνία μέσω του λόγου, οι λέξεις που επιλέγουμε να χρησιμοποιούμε, η ταχύτητα και η ένταση με την οποία μιλάμε, η στάση, η κίνηση ή η ακινησία του σώματός μας, οι χειρονομίες και οι εκφράσεις του προσώπου μας μπορεί να αποτελέσουν «γέφυρες» ή και «τείχη» που χτίζονται ανάμεσα σε εμάς και τους άλλους, όταν αλληλεπιδρούμε. Ο τρόπος που επικοινωνούμε μπορεί να δημιουργεί ένα κλίμα συμπάθειας ή αντιπάθειας προς το πρόσωπό μας, άνεσης ή αμηχανίας, συναισθηματικής εγγύτητας ή απόστασης με τους γύρω μας, σαφήνειας ή ασάφειας, ασφάλειας και εμπιστοσύνης ή σύγχυσης και δυσπιστίας. Όλα τα ανωτέρω είναι πολύ προσωπικά στοιχεία που διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο λόγω της προσωπικής, αλλά και της κοινωνικο - πολιτισμικής του ιστορίας, συστήνουν και συντείνουν σ’ ένα μεγάλο μέρος (σ)το ποιοι είμαστε.

Στο παρόν άρθρο, ο πυρήνας του οποίου έχει ξεκινήσει να σχηματίζεται χρόνια πριν στους χώρους εκπαίδευσής μου και με αφορμή την παρατήρηση στους χώρους δουλειάς, θα γίνει μία προσπάθεια παράθεσης συγκεκριμένων παραδειγμάτων λειτουργικότερης επικοινωνίας με τους συνανθρώπους μας, με στόχο τις πιο απολαυστικές σχέσεις στη ζωή μας.

(Σημείωση: Το παρακάτω κείμενο αποτελεί το δεύτερο μέρος ενός ευρύτερου άρθρου).

Ενισχύοντας την εξωλεκτική επικοινωνία – ..αποφεύγοντας το διπλό μήνυμα!

Ένας απλός τρόπος ώστε να λάβει ο συνομιλητής μας το μήνυμα ότι τον προσέχουμε, τον ακούμε και δεν αδιαφορούμε ή δεν τον υποτιμούμε, είναι να διατηρούμε τη βλεμματική επαφή μαζί του, για όσο διαρκεί ο διάλογος. Ακόμη και όταν απλά μας χαιρετά ή μας ρωτά κάτι σύντομα κάποιος, καλό είναι να γυρίσουμε προς το μέρος του και να του απαντήσουμε, κοιτάζοντάς τον. Ορισμένες φορές μπορεί να απαντάμε σε κάποιον (= μήνυμα πως τον παρακολουθούμε, νιώθουμε καλά που είμαστε μαζί του και τον προσέχουμε), αλλά παράλληλα να ασχολούμαστε και με κάτι άλλο (π.χ. να βλέπουμε τηλεόραση, να γράφουμε, να κάνουμε δουλειές στο σπίτι κ.τ.λ.) και να μην τον κοιτάζουμε (= μήνυμα πως αδιαφορούμε ή μας κουράζει να μιλήσουμε μαζί του ή έχουμε κάτι σημαντικότερο ν’ ασχοληθούμε κ.τ.λ.). Η βλεμματική επαφή ωστόσο, δεν είναι ο μόνος τρόπος να δείξουμε σεβασμό στο διάλογο με τον συνομιλητή μας. Μπορούμε να δείχνουμε κατανόηση σε κάποιον από τον τόνο της φωνής μας, τη στάση του σώματος, τις εκφράσεις του προσώπου μας. Σε όλα τα ανωτέρω παίζει φυσικά σημαντικό ρόλο, το είδος της σχέσης με τον άλλο. Εννοώντας πως σε μία συντροφική η στενά φιλική σχέση, το να συνομιλούμε, αλλά και παράλληλα να κάνουμε κάποιες δουλειές στο σπίτι μπορεί να αντανακλά τη συναισθηματική εγγύτητα και την άνεση που έχω με τον άλλο.

Αδιέξοδος διάλογος…:

Ο αδιέξοδος διάλογος ναι μεν μπορεί να εκτονώνει ένταση (!), υπό την έννοια της «ανταλλαγής πυρών», αν ωστόσο συζητάμε για κάποιο σκοπό, δηλαδή, για να κατανοήσουμε τον άλλο, για να επιλύσουμε μία σύγκρουση καλό είναι να αποφεύγουμε συνειδητά να απαντούμε στους άλλους με ερώτηση!

Παράδειγμα:

(Ε.): «Δε μ’ αγαπάς;..».

(Π):  «Γιατί σου είπα εγώ ότι δε σ’ αγαπάω;».

Ορισμένες πιθανές εξελίξεις του περιστατικού αυτού μπορεί να είναι:

α)     Η διακοπή της επικοινωνίας,

β)     η δημιουργία εντύπωσης στον Ε πως είμαστε επιθετικοί απέναντί του μέσω λανθάνουσας («υπόγειας») επίπληξης, ειδικά εάν ο τόνος της φωνής μας εντείνει κάτι τέτοιο,

γ)     η επόμενη ερώτηση του Ε μπορεί να είναι π.χ. «γιατί σου είπα, πως μου είπες πως δε μ’ αγαπάς» (αδιέξοδος διάλογος)!!!

Εκείνη τη στιγμή ο Ε με αυτή τη φράση προφανώς προσπαθεί να μας πει κάτι άλλο… π.χ. μπορεί να προσπαθεί να μας επικοινωνήσει τη μοναξιά του …

Γενικά όταν μιλάμε ή απαντάμε καλό είναι:

1.  Να είμαστε ακριβείς και περιγραφικοί σε αυτό που λέμε (Χάιντς, 2000), χωρίς να γενικεύουμε (αποφεύγουμε δηλ. φράσεις τύπου «πάντα απρόσεκτός είσαι». Αντίθετα, μπορούμε να πούμε στον άλλο «προτείνω να κάνεις πιο αργές κινήσεις, όταν σερβίρεις...»),

2.  Να διατυπώνουμε τις σκέψεις μας με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι εμφανές ότι πρόκειται για τη δική μας, την προσωπική μας δηλαδή, άποψη ή εντύπωση (Χάιντς, 2000). Δηλαδή, «πιστεύω πως αυτή η μπλούζα δεν πάει με αυτό το παντελόνι» και όχι: «δεν έχεις γούστο», «αυτά τα ρούχα δεν πάνε» ή «τι έβαλες πάλι;» κ.τ.λ.

3.   Να αποφεύγουμε τους χαρακτηρισμούς (π.χ. είσαι “περίεργη”).

4.  Να είμαστε σίγουροι και ξεκάθαροι μέσα μας γι’ αυτό που θέλουμε να πούμε στον άλλο ή γι’ αυτό που του ζητάμε (Χάιντς, 2000) και επίσης να αξιολογούμε αν αυτό που απευθύνουμε ανταποκρίνεται στο επίπεδο, στο είδος και στη φάση της σχέσης που έχουμε με τον άλλο.

5.  Να φροντίζουμε τα λεγόμενά μας να περιλαμβάνουν το πώς νιώθουμε, αλλά και να δείχνουν πως κατανοούμε την άποψη ή τη θέση του άλλου. Παράδειγμα: «Καταλαβαίνω πως θέλεις τα λεφτά σου τώρα, αλλά δε μου είναι ευχάριστο με το που μπαίνω σπίτι ν’ ακούω παράπονα. Χρειάζομαι πρώτα λίγη ξεκούραση και φαγητό και θα συζητήσουμε σε μισή ώρα αυτό που θες».

Ανάγκη για τρυφερότητα, νοιάξιμο, συναισθηματική ασφάλεια.

Το συναισθηματικό μέρος της επικοινωνίας συνήθως μεταφέρεται μέσω της μη λεκτικής οδού (Παππά, 2013), δηλαδή της εξωλεκτικής και παραγλωσσικής επικοινωνίας μας (τόνος και ένταση φωνής, ταχύτητα του λόγου, στάση σώματος, εκφράσεις του προσώπου κ.τ.λ.) και όχι μέσω των λεγομένων μας. Μία / Ένας σύντροφος για παράδειγμα, που διαβεβαιώνει την / τον σύντροφό του πως την αγαπά, την επιθυμεί ερωτικά κ.τ.λ., αλλά π.χ. σπάνια την αγκαλιάζει, την ακουμπά, τη χαϊδεύει, θα γίνει λιγότερα πιστευτός για το συναίσθημά του από έναν σύντροφο που την αγκαλιάζει συχνά, τη χαϊδεύει, την προσεγγίζει ερωτικά κ.τ.λ.

Ο Mehrabian θεωρεί πως η συνολική επίδραση ενός μηνύματος είναι 7% λεκτική, 38% φωνητική και 55% μη λεκτική. Τα μη λεκτικά μηνύματα είναι περισσότερο αξιόπιστα, γιατί είναι κυρίως ασυνείδητα και μη ελεγχόμενα. Τα μη λεκτικά μέσα που κάποιος διαθέτει είναι εγγενή και οικουμενικά, ωστόσο καθορίζονται από τον πολιτισμό και γι’ αυτό μπορεί να διαφοροποιούνται από χώρα σε χώρα (Παππά, 2013).

Οι σχέσεις γονιού παιδιού και συντρόφων είναι σχέσεις που καθορίζονται ιδιαίτερα από το κομμάτι της μη λεκτικής επικοινωνίας και σχέσεις που χρειάζονται τη συναισθηματική ασφάλεια και την έκφραση της τρυφερότητας. Όταν ένα 2χρονο παιδί π.χ. πέφτει και χτυπά, έχει ανάγκη για να ανακουφιστεί και να νιώσει ασφάλεια την άμεση, ήρεμη και εγκάρδια αγκαλιά ως ένδειξη παρηγοριάς, συμπόνιας και «συναισθηματικού κρατήματος» από τον γονιό.

Ας φροντίσουμε λοιπόν την επικοινωνία μας, όπως θα θέλαμε να μας την έχουν φροντίσει και όσο φροντισμένα θέλουμε να τη δεχόμαστε στο εξής.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

  • Παππά, Β. (2013). Η λογική των συναισθημάτων: Συναισθηματική ανάπτυξη και συναισθηματική νοημοσύνη. Αθήνα: Οκτώ.
  • Χάιντς, Ε. (2000). Συζυγική θεραπεία: Τρόποι βελτίωσης της συζυγικής επικοινωνίας. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. 

Ελένη Τζίκου

Ψυχολόγος

Ειδίκευση στις Χοροθεραπευτικές Παρεμβάσεις

Εκπαίδευση στην Οικογενειακή Θεραπεία

Η κυκλική φύση (συχνές υποτροπές) της διπολικής διαταραχής δεν επηρεάζει μόνο τους πάσχοντες. Μπορεί να έχει αρνητική επίδραση στα μέλη της οικογένειας ή στους φίλους του ασθενούς. Οι ακραίες και απρόβλεπτες εναλλαγές στη διάθεση μπορεί να αλλάξουν και τη δική τους καθημερινότητα, να φθείρουν τις διαπροσωπικές σχέσεις. Από την άλλη, η οικογένεια και οι φίλοι μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στη θεραπεία της διπολικής διαταραχής. Μπορούν να βοηθήσουν τον πάσχοντα να δημιουργήσει και να εφαρμόσει ένα πλάνο αντιμετώπισης των συμπτωμάτων όταν το άτομο είναι στα «πάνω» του, καθώς και να τον υποστηρίξουν όταν είναι στα «κάτω» του.

Οι υποτροπές και η πορεία της ανάρρωσης είναι πολύ πιθανό να επηρεαστούν από τον τρόπο που σχετίζονται οι ασθενείς με τους σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή τους. Ένα ανεκτικό και ήρεμο οικογενειακό περιβάλλον μπορεί να είναι εξαιρετικά σημαντικό για να μειώσει επεισόδια κατάθλιψης ή μανίας. Η διπολική διαταραχή έχει μια βιολογική γενετική βάση, αλλά είναι και μια διαταραχή διάθεσης και άγχους που σημαίνει ότι το βιολογικό πρόβλημα αλληλεπιδρά με το ψυχοκοινωνικό στρες. Ωστόσο είναι δύσκολο κάποιες φορές να διατηρηθεί μια ήπια ατμόσφαιρα. Συνήθως η αλληλεπίδραση των διπολικών ατόμων με τα μέλη της οικογένειάς τους χαρακτηρίζεται από αρνητισμό, θυμωμένα σχόλια, αδυναμία εποικοδομητικής επίλυσης των προβλημάτων. Αυτό μπορεί να προκύπτει από την πεποίθηση κάποιων συγγενών πως οι πάσχοντες θα μπορούσαν να ελέγξουν τα συμπτώματά τους αν προσπαθούσαν περισσότερο. Είναι χρήσιμο να συνειδητοποιήσουν πως οι παρορμητικές ή και καταστροφικές συμπεριφορές των διπολικών ασθενών δεν μπορούν απλά να αποδίδονται σε κακές προθέσεις ή σε χαρακτηριστικά της προσωπικότητας. Οι απότομες διακυμάνσεις της διάθεσης που χαρακτηρίζουν την ασθένεια δυσκολεύουν πολύ την ικανότητα του ατόμου να ελέγξει τη συμπεριφορά του.

Κι από την άλλη, το φορτίο που σηκώνει η οικογένεια του ασθενούς μπορεί να είναι πολύ βαρύ συναισθηματικά, ειδικά αν το άτομο φέρεται επικίνδυνα, ενοχλητικά, επιθετικά ή και προκλητικά. Στη φάση της μανίας (υπέρμετρη έξαρση, διέγερση) ο συγγενής ή φίλος του ασθενούς μπορεί να νιώσει εκνευρισμό ή απελπισία.

Η ψυχοεκπαίδευση σχετικά με τα συμπτώματα, τις αιτίες καθώς και τη θεραπεία της διπολικής διαταραχής είναι μείζονος σημασίας για τους ασθενείς και την οικογένεια. Είναι σημαντικό για τα άτομα που είναι στο άμεσο περιβάλλον των διπολικών ασθενών να ξέρουν ποια είναι τα προειδοποιητικά σημεία όταν πρόκειται να υποτροπιάσουν (το κλάμα μπορεί να είναι ένα σημείο). Ακόμα και η ελάχιστη αλλαγή στον κύκλο ύπνου-εγρήγορσης επηρεάζει τη διάθεση του ατόμου. Οι λιγότερες ώρες ύπνου προκαλούν περισσότερη ενεργητικότητα ενώ αν το άτομο κοιμηθεί περισσότερο μπορεί να νιώσει κατάθλιψη.

Σημαντικά θέματα που πρέπει να γνωρίζουμε:

  • Κανείς δεν επιλέγει την διπολική του διαταραχή. Δεν αλλάζει επίτηδες τη διάθεσή του ούτε προκαλεί την αρρώστια του. Υπάρχουν βιοχημικές υποθέσεις για την αιτιολογία της διαταραχής.
  • Το σοβαρό άγχος μπορεί να πυροδοτήσει ένα επεισόδιο ή να το επιδεινώσει. Γι’ αυτό το λόγο είναι σημαντική η εκμάθηση μεθόδων εποικοδομητικής επίλυσης διαπροσωπικών συγκρούσεων.
  • Για την πιο αποτελεσματική διαχείριση μιας υποτροπής είναι βοηθητικό να αναγνωρίζει η οικογένεια την ευαλωτότητα του ασθενούς σε μελλοντικά επεισόδια. Γι’ αυτό είναι αναγκαία η αμοιβαία αναγνώριση των πρόδρομων συμπτωμάτων (τα πρώτα σημάδια ότι αρχίζει ο κύκλος της διαταραχής) όπως η ιδεοφυγή (οι σκέψεις που τρέχουν).
  • Τα φάρμακα είναι απαραίτητα για την αντιμετώπιση των επεισοδίων μανίας και κατάθλιψης, τη σταθεροποίηση της διάθεσης και την πρόληψη νέων επεισοδίων. Είναι σημαντικό λοιπόν η οικογένεια να υποστηρίζει την αναγκαιότητα της φαρμακευτικής αγωγής. Ωστόσο αν ο ασθενής παραπονιέται για κάποιο συγκεκριμένο φάρμακο, η οικογένεια πρέπει να παίρνει στα σοβαρά το αίτημά του και να τον παροτρύνει να επικοινωνεί με τον ειδικό ψυχικής υγείας.
  • Οι διπολικοί ασθενείς εμφανίζουν υψηλό κίνδυνο για αυτοκτονία. Τα σχόλια του ατόμου για αυτοκτονική συμπεριφορά πρέπει να τα παίρνουμε στα σοβαρά. Όταν η οικογένεια εισπράττει τέτοιου είδους σχόλια ως χειριστικά, αυτό είναι μια σοβαρή ένδειξη έλλειψης αμοιβαίας ενσυναίσθησης, καθώς και της ανάγκης για βελτίωση των μεθόδων επικοινωνίας.
  • Η νοσηλεία είναι μια θεραπευτική επιλογή. Δεν είναι τιμωρία. Μερικές φορές κρίνεται απαραίτητη για να σώσει τη ζωή ενός αυτοκτονικού ασθενούς. Επίσης τα μέλη της οικογένειας δεν πρέπει να νιώθουν ενοχές αν αισθάνονται πως η νοσηλεία θα τους απαλλάξει από ένα μεγάλο βάρος.
  • Όσο καλύτερα κατανοήσουμε τη διαταραχή και μπορέσουμε να διακρίνουμε τις φυσιολογικές διακυμάνσεις της διάθεσης από τα συμπτώματα της αρρώστιας, τότε ως συγγενείς και φίλοι θα είμαστε πιο ρεαλιστές ως προς τις προσδοκίες μας από τον ασθενή, καθώς και πιο υποστηρικτικοί.

Η οικογένεια μπορεί να παίξει έναν σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση της σταθεροποίησης της διάθεσης στη ζωή των διπολικών ασθενών. Η ανάπτυξη καλύτερων μοτίβων επικοινωνίας μέσα στην οικογένεια καθώς και ο ενεργητικός τρόπος επίλυσης προβλημάτων για τις προκλήσεις που περιλαμβάνει η διπολική διαταραχή μπορούν να διευκολύνουν την πρόοδο του πάσχοντα ενώ ωφελούν όλη την οικογένεια.

Τσώλα Δήμητρα

Ψυχολόγος, Ψυχοθεραπεύτρια

 Η διακοπή της πάνας είναι μια διαδικασία, η οποία αγχώνει συχνά τους γονείς. Έτσι, αναζητούν συχνά συμβουλές από παιδιάτρους, δασκάλους και ειδικούς γύρω από το θέμα αυτό, ειδικά όταν τα παιδιά τους έχουν ξεπεράσει την ηλικία των 2 ετών.

Ποια είναι η σωστή ηλικία για τη διακοπή της πάνας;

Ανάμεσα στις ηλικίες 18-30 μηνών τα περισσότερα παιδιά είναι σε θέση να ελέγξουν τους σφιγκτήρες τους (να μπορούν δηλαδή να «κρατήσουν» τα κακά και τα τσίσα τους). Ωστόσο πέρα από τη νευρολογική ετοιμότητα, πολύ σημαντική είναι και η ψυχολογική ετοιμότητα των παιδιών. Γι’ αυτό το λόγο οι γονείς πρέπει να μπορούν να «αφουγκραστούν» το παιδί τους και το ρυθμό του, χωρίς να το πιέζουν. Εάν ένα παιδί είναι αρνητικό σε αυτή τη διαδικασία είναι καλό να μην το πιέσουμε, αλλά να περιμένουμε λίγους μήνες ακόμα, ώστε να είναι έτοιμο.

Είναι το παιδί μου έτοιμο;

Κάποια σημάδια ότι το παιδί μας είναι έτοιμο να απαλλαχθεί από την πάνα είναι τα εξής:

  • Μένει στεγνό για αρκετές ώρες, παρόλο που φοράει την πάνα του.
  • Μπορεί να ακολουθήσει απλές εντολές.
  • Δυσανασχετεί όταν η πάνα του είναι λερωμένη (λεκτικά ή με εκφράσεις του προσώπου).
  • Δείχνει ενδιαφέρον για την τουαλέτα.
  • Ζητά να φορέσει βρακάκι.
  • Ζητά να ουρήσει στην τουαλέτα.

Η μετάβαση…

  • Αγοράστε με το παιδί σας ένα γιογιό ή αν εκείνο δεν το επιθυμεί, αγοράστε ένα στεφάνι για την τουαλέτα, καθώς και ένα μικρό σκαλοπατάκι.
  • Ενθαρρύνετέ το να καθίσει στην τουαλέτα/γιογιό.
  • Δείξτε του τη διαδικασία που ακολουθούμε στην τουαλέτα (αυτοεξυπηρέτηση & κανόνες υγιεινής).
  • Αγοράστε βρακάκια που του αρέσουν.
  • Μην το τιμωρείτε και μην αναστατώνεστε σε τυχόν ατυχήματα. Είναι αναμενόμενο πως θα συμβούν. Μιλάμε στο παιδί ήρεμα και του εξηγούμε πως δεν πειράζει και πως την επόμενη φορά θα τα καταφέρει.
  • Όταν αποφασίσετε να ξεκινήσετε την διακοπή της πάνας, πρέπει να είστε συνεπείς και σταθεροί. Μην μπερδέψετε το παιδί φορώντας του τη μια μέρα πάνα και την επόμενη όχι.
  • Οπλιστείτε με υπομονή κι επιμονή και σκεφτείτε ότι είναι μια διαδικασία ιδιαίτερη για το παιδί σας, η οποία οδηγεί προς την αυτονόμησή του.
  • Η διακοπή της πάνας το βράδυ ή στον μεσημεριανό ύπνο γίνεται σταδιακά, αφού πρώτα έχει κατακτηθεί η διακοπή της κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Βίκυ Τσατσανύφου

Ψυχολόγος – Οικογενειακή Θεραπεύτρια

Επικοινωνία

Θέτιδος 8

Ιλίσια (Στάση Μετρό: Μέγαρο Μουσικής)

Τ: +30 210 72 22 214
F: +30 210 72 22 282

email: [email protected]