Η ψύχωση ως μια διαγνωστική ομπρέλα καλύπτει ψυχικές διαταραχές που χαρακτηρίζονται από λανθασμένες πεποιθήσεις, τις οποίες υποστηρίζουν επίμονα οι ασθενείς παρά την αμφισβήτηση και προφανή απόδειξη του αντιθέτου. Οι ασθενείς δεν καταλαβαίνουν ότι νοσούν ενώ είναι πεπεισμένοι ότι δεν έχουν κανένα πρόβλημα. Η άγνοια της ψυχικής νόσου δεν είναι μια επιλογή που κάνουν τα άτομα αυτά· είναι ένα σύμπτωμα που οφείλεται στη φύση της ίδιας της νόσου.

Η επίγνωση του ατόμου για την ψυχική ασθένειά του είναι σημαντική για το σχεδιασμό της θεραπείας. Όσο πιο έγκαιρα γίνει η διάγνωση και η συμμετοχή του ατόμου στη βιολογική και ψυχοθεραπευτική παρέμβαση τόσο πιο αποτελεσματική θα είναι η διαδικασία της ανάρρωσης. Ωστόσο στην ψύχωση το άτομο αντιστέκεται στη θεραπεία που συστήνεται. Αρνείται να πάρει τα φάρμακά του είτε για την αντιμετώπιση της διαταραχής είτε για την πρόληψη υποτροπής. Η έλλειψη εναισθησίας σχετίζεται με κακή «συμμόρφωση» στη θεραπεία, υποτροπές, και με συχνές νοσηλείες. Οι διαπληκτισμοί μέσα στην οικογένεια είναι συχνοί καθώς ο ασθενής επιμένει και δεν πείθεται να ακολουθήσει τις ιατρικές οδηγίες.

Για να προσεγγίσουμε το αγαπημένο μας πρόσωπο που έχει μια ψυχωτική διαταραχή και να διαχειριστούμε την άρνηση της θεραπείας, είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε πως η μειωμένη εναισθησία είναι σύμπτωμα της εγκεφαλικής δυσλειτουργίας που προκαλείται από αυτή τη διαταραχή. Συγκεκριμένα, η έλλειψη εναισθησίας στη σχιζοφρένεια και άλλες ψυχωτικές διαταραχές συνδέεται με δυσλειτουργία του μετωπιαίου λοβού.

Για να βοηθήσουμε λοιπόν κάποιον με ψύχωση ώστε να αναγνωρίσει την ανάγκη του για θεραπεία

  • Είναι σημαντικό να ακούμε αυτά που μας λέει χωρίς να επικρίνουμε
  • Να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τον τρόπο που βλέπει τα πράγματα. Η εμπειρία κάθε ατόμου με ψυχική πάθηση είναι μοναδική
  • Να τον ρωτήσουμε για τα συναισθήματά του αντί να διαφωνήσουμε με τις παραληρητικές του ιδέες
  • Να του δείξουμε πως είμαστε σύμμαχοί του και να βρούμε σημεία συμφωνίας. Όπως για παράδειγμα ότι η φαρμακευτική αγωγή τον βοηθά να βελτιώσει τον ύπνο του. Στο κοινό έδαφος που θα βρούμε θα μπορέσουμε να συνεργαστούμε πιο εποικοδομητικά

Η ψυχοεκπαίδευση ως μια εμπειρικά τεκμηριωμένη ψυχοθεραπευτική παρέμβαση αυξάνει την εναισθησία, ενώ ένας από τους βασικούς στόχους της είναι η ενδυνάμωση τόσο του ασθενούς όσο και της οικογένειας.

Δήμητρα Τσώλα

Ψυχολόγος, Ψυχοθεραπεύτρια

Πολύ συχνά οι γονείς εκφράζουν έντονο προβληματισμό που αφορά ένα από τα πιο δύσκολα εγχειρήματα που αναλαμβάνουν να φέρουν εις πέρας από το ρόλο τους αυτό. Το δύσκολο αυτό εγχείρημα είναι η επίτευξη ισορροπίας ανάμεσα στην οριοθέτηση της συμπεριφοράς του παιδιού και στην προώθηση της αυτονομίας του. Η προφανής ανησυχία των γονιών εκφράζεται με το ερώτημα κατά πόσο οι κανόνες, τα όρια και οι οδηγίες σχετικά με το τι επιτρέπεται και τι όχι, μπορεί να έχουν αρνητική επίδραση στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού. Δεν πρόκειται για αβάσιμο φόβο, αφού όταν οι κανόνες και τα όρια τίθενται με αυστηρότητα και ακαμψία σε απρόσωπο και αυταρχικό τόνο, είναι πιθανό να αναστείλουν τη δημιουργικότητα του παιδιού, να μειώσουν την τάση του να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες και να το καταστήσουν παθητικό και εξαρτημένο από τους γονείς. Από την άλλη, η απουσία κανόνων και ορίων στην καθημερινότητα του παιδιού, συμβάλλει στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος χωρίς σταθερά σημεία αναφοράς, κάτι που στερεί στο παιδί την απαιτούμενη ασφάλεια για να πειραματιστεί, να αναπτύξει λειτουργικές συμπεριφορές και να επιτύχει μία ικανοποιητική προσαρμογή τόσο στο οικογενειακό όσο και στο κοινωνικό πλαίσιο. Είναι σημαντικό ο γονιός να γνωρίζει τη χρησιμότητα που έχουν τα όρια στη ζωή του παιδιού και να είναι σε θέση να τα εφαρμόζει έτσι ώστε να μεγιστοποιούνται τα οφέλη τους για την ομαλή ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού.

Αρχικά, είναι ιδιαίτερα βοηθητικό ο κάθε γονιός να απαντήσει στο ερώτημα «γιατί χρειάζεται να βάλω όρια στο παιδί μου;». Η θέσπιση ορίων αποσκοπεί κυρίως στην προστασία του παιδιού από καταστάσεις και συνθήκες που μπορεί να αποβούν επιβλαβείς για το ίδιο (κρατάω το χέρι ενός μεγάλου όταν περνάω το δρόμο, φοράω ζώνη στο αυτοκίνητο) καθώς και στη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της οικογενειακής ζωής (μαζεύω τα παιχνίδια μου πριν κοιμηθώ, ενημερώνω για την ώρα επιστροφής μου από τη βραδινή έξοδο). Βέβαια, πολλοί είναι οι γονείς που κουβαλούν ακόμη αντιλήψεις, ευρέως διαδεδομένες στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, σύμφωνα με τις οποίες ο γονιός κατέχει μέσα στην οικογένεια ένα ρόλο εξουσίας και το παιδί έχει την υποχρέωση να υπακούει τυφλά στις οδηγίες που του απευθύνει. Στην πραγματικότητα, όμως, όσο ο γονιός επιδιώκει την επίτευξη ισοτιμίας ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας τόσο περισσότερο πιθανό είναι το παιδί να συνεργαστεί κατά τη διαδικασία θέσπισης ορίων και της τήρησης αυτών. Είναι σημαντικό να επισημανθεί εδώ ότι η έννοια της ισοτιμίας δεν ταυτίζεται με την έννοια της ισότητας, αλλά εκφράζει την ανάγκη σεβασμού της διαφορετικότητας ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας (διαφορά ηλικίας, διαφορετικές ικανότητες) και την ανάγκη αποδοχής των επιθυμιών και αναγκών του κάθε μέλους ξεχωριστά.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, λοιπόν, είναι εύλογο να συμπεράνει κανείς ότι τα όρια τίθενται ανάλογα με την ηλικία και το αναπτυξιακό στάδιο στο οποίο βρίσκεται το παιδί και μεταβάλλονται ή αίρονται καθώς αυτό μεγαλώνει και περνά σε επόμενο αναπτυξιακό στάδιο (ένας γονιός δεν επιτρέπει στο παιδί του ηλικίας τεσσάρων χρόνων να πάει μόνο του στο πάρκο που βρίσκεται απέναντι από το σπίτι, το επιτρέπει όμως όταν το παιδί φτάσει στην ηλικία των εφτά χρόνων).

Ένα ακόμη συμπέρασμα αφορά το γεγονός ότι κάποια όρια είναι διαπραγματεύσιμα ενώ άλλα όχι. Τα όρια που στοχεύουν στην παροχή ασφάλειας στο παιδί δε διαπραγματεύονται από τους γονείς (φοράμε πάντα τη ζώνη στο αυτοκίνητο), αντίθετα οι γονείς μπορούν να δεχθούν εξαιρέσεις σε κανόνες που αφορούν στην τήρηση του καθημερινού προγράμματος (το παιδί μπορεί να κοιμηθεί πιο αργά από τη συνηθισμένη ώρα εάν έχει έρθει επίσκεψη ο αγαπημένος του θείος τον οποίο δε βλέπει συχνά).

Από τα παραπάνω συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν κάποιες βασικές κατευθυντήριες αρχές σχετικά με το πώς μπορεί κάποιος να θέσει όρια στο παιδί του. Στις πολύ μικρές ηλικίες ένα ξεκάθαρο όχι από την πλευρά του γονιού είναι δυνατό να λειτουργήσει ικανοποιητικά, ιδίως όταν χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις που αφορούν την ασφάλεια του παιδιού ή όταν το παιδί εκδηλώνει λεκτική ή σωματική επιθετικότητα. Σε δεύτερο χρόνο όμως είναι σημαντικό να ακολουθεί από το γονιό μία απλή εξήγηση που να αιτιολογεί τους λόγους για τους οποίους ειπώθηκε το όχι αυτό.

Καθώς το παιδί μεγαλώνει ο γονιός καλείται να επιδιώκει τη συνεργασία του παιδιού στη διαδικασία της θέσπισης και τήρησης των ορίων ορίζοντας με σαφήνεια την επιθυμητή συμπεριφορά του παιδιού και τις συνέπειες που θα υπάρξουν στην περίπτωση που η επιθυμητή συμπεριφορά δεν εκδηλωθεί. Η συμμετοχή και η συνεργασία του παιδιού επιτυγχάνονται όταν οι γονείς χαρακτηρίζονται από συνέπεια και σταθερότητα ως προς αυτά που αναμένουν από το παιδί, όταν προσφέρουν εναλλακτικές λύσεις από τις οποίες μπορεί να επιλέξει το παιδί αυτή που θεωρεί καλύτερη ανά περίπτωση και όταν εφαρμόζουν συνέπειες που σχετίζονται λογικά με τη μη επιθυμητή συμπεριφορά του παιδιού σε ήρεμο και φιλικό τόνο.

Η συνέπεια και σταθερότητα προσφέρουν στα παιδιά τη δυνατότητα να προβλέπουν τι αναμένεται από εκείνα κάτι που ενισχύει το αίσθημα ασφάλειας που νιώθουν για το περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύσσονται. Οι εναλλακτικές λύσεις αναγνωρίζουν την ισότιμη θέση που έχουν τα παιδιά ως μέλη της οικογένειας και ενισχύουν την ικανότητα τους να αναλαμβάνουν ευθύνες και να παίρνουν αποφάσεις. Η εφαρμογή των συνεπειών που σχετίζονται λογικά με τις μη αποδεκτές συμπεριφορές των παιδιών σε ήρεμο και φιλικό τόνο συμβάλλει στη δημιουργία μίας διδακτικής εμπειρίας για το παιδί και μειώνει την πιθανότητα να βιωθεί από το παιδί ως τιμωρητική συνθήκη που απορρέει από την εξουσία του γονιού. Η γενικότερη τάση του γονιού να εξηγεί στο παιδί και να επιδιώκει τη συνεργασία μαζί του δημιουργεί στο παιδί την αίσθηση ότι αποτελεί σημαντικό μέλος της οικογένειας κάτι που συμβάλλει σημαντικά στην δημιουργία μία θετικής εικόνας για τον εαυτό.

Τα παρακάτω παραδείγματα περιέχουν κάποιες ιδέες για το πώς θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στην πράξη οι κατευθυντήριες αρχές που περιγράφηκαν:

  • Ο κανόνας ο οποίος έχει συμφωνηθεί είναι ότι κάθε Σάββατο τα παιδιά τελειώνουν τα μαθήματα για το σχολείο προκειμένου να μπορέσουν να κανονίσουν κάτι για το βράδυ. Όταν ο εννιάχρονος γιος ζητά από τους γονείς του να πάει σινεμά με ένα συμμαθητή του, ενώ δεν έχει ασχοληθεί καθόλου όλη την ημέρα με τα μαθήματα του, εκείνοι του υπενθυμίζουν σε ήρεμο και φιλικό τόνο τη συμφωνία τους: «Η συμφωνία μας ήταν ότι θα έχεις τελειώσει πρώτα τα μαθήματά σου. Από τη στιγμή που δεν το έκανες, δεν μπορείς να πας σήμερα στο σινεμά. Θα έχεις όμως την ευκαιρία να προσπαθήσεις ξανά το επόμενο Σαββατοκύριακο».
  • Οι μικρές κόρες της οικογένειας έχουν την τηλεόραση πολύ δυνατά, ενώ ο πατέρας τους προσπαθεί να δουλέψει στο διπλανό δωμάτιο και χρειάζεται ησυχία. Θέτει λοιπόν με σαφήνεια στις κόρες του τις επιλογές που έχουν «Μπορείτε να συνεχίσετε να βλέπετε τηλεόραση αν τη χαμηλώσετε ή να παραμείνετε στο δωμάτιο σας ώσπου να τελειώσω τη δουλειά μου. Διαλέξτε τι προτιμάτε».
  • Ο έφηβος γιος ετοιμάζεται για τη βραδινή του έξοδο. Η μητέρα του υπενθυμίζει τη συμφωνία τους για την ώρα της επιστροφής του προσθέτοντας τα εξής λόγια: «Ξέρω ότι περνάς πολύ ωραία όταν είσαι έξω με την παρέα σου, όμως κι εγώ ανησυχώ όταν καθυστερείς, γι’ αυτό είναι σημαντικό να προσπαθείς να τηρείς τη συμφωνία μας».

Όπως φάνηκε λοιπόν από τα παραπάνω, καθοριστικός παράγοντας στη διαδικασία θέσπισης ορίων είναι ο τρόπος με τον οποίο ο γονιός βάζει τα όρια: η προσπάθεια του να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους βάζει όρια, να ζητά τη συνεργασία του παιδιού και να εφαρμόζει τις συνέπειες με ηρεμία και φιλικότητα. Τότε μόνο βοηθά το παιδί του να αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεων του, να μαθαίνει να επιλύει προβλήματα, να αποκτά εμπιστοσύνη στις ικανότητες που διαθέτει και να αναγνωρίζει την προσωπική του αξία.

Βιβλιογραφία

Dinkmeyer D., MacKay G., Σχολείο για γονείς, εκδόσεις Θυμάρι

Zimmer K., Καλλιεργώντας στα παιδιά μας την αυτοπεποίθηση … τα εφοδιάζουμε με θάρρος για τη ζωή, εκδόσεις Θυμάρι

Rogge J.U., Τα παιδιά χρειάζονται όρια: Τα έχουν ανάγκη, εκδόσεις Θυμάρι

Rogge J.-U., Οι γονείς βάζουν όρια, εκδόσεις Θυμάρι

Nolte, D.L., Harris R., Τα παιδιά μαθαίνουν αυτό που ζουν, εκδόσεις Θυμάρι

Αθηνά Πετρούτσου

Ψυχολόγος, Ψυχοθεραπεύτρια

Η κατάθλιψη είναι ένα σοβαρό πρόβλημα για τους εφήβους καθώς συνδέεται με κατάχρηση ουσιών, αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχοκοινωνική τους λειτουργικότητα, διαταραχές άγχους, διατροφικές διαταραχές, αυτοκτονικό ιδεασμό, απόπειρες αυτοκτονίας. Όσο νωρίτερα ξεκινήσει η κατάθλιψη (μέσος όρος έναρξης 14 ετών) τόσο πιο πιθανό είναι να εμφανιστούν αργότερα καταθλιπτικά επεισόδια στην ενήλικη ζωή. Η χρονιότητα και η σοβαρότητα της κατάστασης κάνουν επιτακτική την ανάγκη για έγκαιρη παρέμβαση και πρόληψη. Για τους γονείς μπορεί να είναι δύσκολο να διακρίνουν τα φυσιολογικά σημάδια της εφηβείας από μια συναισθηματική διαταραχή. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από ραγδαίες σωματικές, νοητικές, συναισθηματικές και κοινωνικές αλλαγές οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν άγχος και φόβο στους εφήβους, αλλά και απόγνωση στους γονείς. Ωστόσο οι ενδείξεις της κατάθλιψης αφορούν σε ευερέθιστη διάθεση ή υπερβολικό κλάμα, έλλειψη ενδιαφέροντος για τις δραστηριότητες που οι έφηβοι έβρισκαν ευχάριστες (απομόνωση), δυσκολία στη συγκέντρωση, αίσθημα αναξιότητας, διαταραχή στον ύπνο (η οποία επιμένει), αυτοκαταστροφική συμπεριφορά (κατάχρηση ουσιών, ριψοκίνδυνη σεξουαλική συμπεριφορά, αυτοτραυματισμοί), διαταραχή όρεξης, αυτοκτονικές σκέψεις.

Οι ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις που περιλαμβάνουν τους γονείς βασίζονται στο ότι τα αρνητικά οικογενειακά πρότυπα προκαλούν και διαιωνίζουν τα καταθλιπτικά συναισθήματα των εφήβων. Στόχος των παρεμβάσεων είναι η βελτίωση της διάθεσης καθώς και το να αποτελέσει η οικογένεια μια πηγή ψυχικής ανθεκτικότητας κι ένα ασφαλές πλαίσιο το οποίο θα ενδυναμώσει τον έφηβο. Για να βελτιωθεί λοιπόν η ψυχική υγεία των νέων είναι σημαντικό οι γονείς να εξασφαλίσουν μια υγιή και εποικοδομητική αλληλεπίδραση μαζί τους.

Η ενεργητική ακρόαση και η προσπάθεια κατανόησης των προβλημάτων τους θα αποτελέσουν τη βάση για μια θετική σχέση που θα χαρακτηρίζεται από σταθερότητα, συνέπεια, οριοθέτηση.

Η ανοιχτή, χωρίς επίκριση, επικοινωνία θα κάνει τον έφηβο να νιώσει ηρεμία ώστε να μοιραστεί τις ανησυχίες του.

Η ενθάρρυνση για επικοινωνία θα τονώσει την αυτοεκτίμησή του. Όπως και η παρότρυνση (χωρίς πίεση) για συμπεριφορική ενεργοποίηση: το να συμμετέχει ξανά ο έφηβος σε δραστηριότητες από τις οποίες απέχει λόγω κατάθλιψης θα αυξήσει το αίσθημα της προσωπικής ικανότητας και ικανοποίησης.

Οι γονείς χρειάζεται επίσης να αποφασίσουν ποιανού ανάγκη ικανοποιούν όταν σπεύδουν να διορθώσουν ένα πρόβλημα που παρουσιάζεται. Είναι σημαντικό για τον έφηβο με κατάθλιψη να αμφισβητήσει την τάση του για παθητικότητα, αναλαμβάνοντας την ευθύνη του. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα κάνει κάτι για να αλλάξει την κατάσταση. Η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η απελπισία και η κοινωνική απομόνωση οδηγούν στην εξάρτηση από τους γονείς. Η αναπόφευκτη σύγκρουση ανάμεσα σε μια εξάρτηση που πηγάζει από την καταθλιπτική διαταραχή και στην επιθυμία των εφήβων για αυτονομία και ανεξαρτησία από τους γονείς μπορεί να αποτελέσει αιτία θυμού και εσωτερικής αναστάτωσης. Οι γονείς μπορεί να βρεθούν σε αδιέξοδο: η πρακτική και συναισθηματική υπερεμπλοκή μπορεί να οδηγήσει σε μια αίσθηση των εφήβων ότι τους ελέγχουν. Από την άλλη η γονεϊκή αποστασιοποίηση μπορεί να κάνει τους εφήβους να νιώσουν ότι δεν ενδιαφέρονται και ότι τους εγκαταλείπουν. Μπροστά σε αυτή την αμφιθυμία των εφήβων, οι οποίοι μπορεί να αποσύρονται και να αρνούνται βοήθεια ή να γίνονται παθητικοί περιμένοντας τα πάντα από τους άλλους, είναι σημαντικό για τους γονείς να κατανοήσουν ότι η διαπραγμάτευση είναι μια απαραίτητη αναπτυξιακή διεργασία που περιπλέκεται όμως από την κατάθλιψη.

Οι γονείς μπορούν να διασφαλίσουν ένα ισορροπημένο και ανεκτικό περιβάλλον για το παιδί τους, όπου η διαπραγμάτευση γίνεται με σεβασμό και συζήτηση. Ώστε να μπορέσουν να επικοινωνήσουν πως πίσω από τους κανόνες και τα όρια δεν είναι η ανάγκη τους για έλεγχο και υπακοή. Είναι η αγάπη που θα επιτρέψει στον έφηβο να ανθίσει και η αποδοχή που θα τον βοηθήσει να ξεπεράσει τα προβλήματά του.

Δήμητρα Τσώλα

Ψυχολόγος, Ψυχοθεραπεύτρια

Η μετάβαση από την οικογένεια στον παιδικό σταθμό είναι μια φυσιολογική εξελικτική διαδικασία με πολλές αλλαγές, στην οποία καλούνται να προσαρμοστούν όλα τα μέλη της οικογένειας.

Συνεπώς, θα μπορούσαμε να πούμε ότι σηματοδοτεί το πέρασμα σε μια καινούρια φάση ζωής, όχι μόνο για το παιδί, αλλά για όλη την οικογένεια.

Έντονα και ανάμεικτα συναισθήματα, όπως άγχος, αγωνία, περιέργεια, φόβος, ανησυχία και προσμονή κυριεύουν γονείς και παιδιά. Τα παιδιά δεν ξέρουν τι να περιμένουν, ενώ οι γονείς ανησυχούν για την ομαλή ένταξη του παιδιού τους στον σταθμό.

Στάση Γονέων

Η επιτυχής προσαρμογή του παιδιού στον παιδικό σταθμό ή το νηπιαγωγείο εξαρτάται άμεσα από τη στάση των γονέων, καθώς το άγχος του παιδιού να αποχωριστεί τους γονείς του και οι δυσκολίες προσαρμογής του στο σχολείο συνδέονται άμεσα με το άγχος των γονιών του.

Τα παιδιά έχουν την ικανότητα να «διαβάζουν» το πρόσωπο και τη στάση του σώματός των γονιών του. Η παραμικρή ένδειξη αμφιβολίας ή ανησυχίας γίνεται αντιληπτή από εκείνα, παρά την προσπάθειά μας να την αποκρύψουμε. Συνεπώς, μία τέτοια ένδειξη θα τους προκαλέσει φόβο και ανασφάλεια και θα δυσχεράνει την ένταξή τους στο σχολικό περιβάλλον.

Προετοιμασία

  • Μιλήστε στο παιδί με ειλικρίνεια για το πού πηγαίνει και τι θα κάνει εκεί.
  • Μιλήστε για τη δασκάλα του με λόγια ζεστά, ώστε να νιώσει ότι είναι ένα πρώτο πρόσωπο αναφοράς & φροντίδας για εκείνο.
  • Θα μπορούσατε να κανονίσετε μια επίσκεψη στο σχολείο που έχετε αποφασίσει να ξεκινήσει το παιδί σας παρέα με εκείνο, ώστε να αποκτήσει μια πρώτη εικόνα του χώρου αλλά και μια γνωριμία με τη δασκάλα του.
  • Διαβάστε του κάποιο παραμύθι/ ιστορία που αναφέρεται στην πρώτη μέρα στο σχολείο (στην αγορά υπάρχουν αρκετά τέτοια).
  • Λίγο πριν ξεκινήσει το σχολείο, καλό θα ήταν να εξασκήσετε το παιδί σας στο πρωϊνό ξύπνημα (μη γίνει ξαφνικά με το ξεκίνημα του σχολείου).

Κι έφτασε η Πρώτη Μέρα…

  • Παραμείνετε στο χώρο του σχολείου ή σε κοντινή απόσταση από εκείνο, εάν είναι εφικτό για 2-3 ημέρες (αναλόγως πάντα με τη στάση του παιδιού).
  • Τις πρώτες ημέρες συστήνεται το παιδί να μένει στο σχολείο για λίγες ώρες.
  • Χρειάζεται να είστε συνεπείς προς το παιδί σας και να τηρείτε τα ωράρια που του υποσχεθήκατε.
  • Όταν φεύγετε από το χώρο του σχολείου, αποχαιρετήστε το παιδί. Αν φύγετε στα κρυφά και κάποια στιγμή αρχίσει να σας αναζητά θα αναστατωθεί ιδιαιτέρως και θα τρομάξει.
  • Όσο κι αν το παιδί σας επιμένει να μείνετε εκεί ή αναζητά επιπλέον φιλιά κι αγκαλιές, μην καθυστερείτε την αποχώρησή σας και μην απολογείστε. Δώστε μια μεγάλη αγκαλιά κι ένα φιλί και αποχαιρετήστε το αποφασιστικά.
  • Μπορείτε να επικοινωνήσετε με τον υπεύθυνο του σταθμού, ώστε να πληροφορηθείτε εάν ηρέμησε.
  • Μην συγκρίνετε το παιδί σας με τα υπόλοιπα παιδιά. Μπορεί το δικό σας να χρειάζεται περισσότερες ή λιγότερες ημέρες, ώστε να προσαρμοστεί στο νέο αυτό περιβάλλον του σχολείου. Δεν χρειάζεται να μπαίνετε στη διαδικασία να σκέφτεστε σε τι ρυθμούς προσαρμόζονται τα υπόλοιπα παιδιά, καθώς το κάθε παιδί έχει το δικό του ρυθμό.

Μην ξεχνάτε ότι:

  • Αποχαιρετάμε το παιδί & το παραλαμβάνουμε από το σχολείο χαρούμενοι. Εάν αρχίσουμε να κλαίμε εμείς, φανταστείτε πώς θα νιώσει εκείνο.
  • Αναμένουμε την αντίδραση του παιδιού στο νέο αυτό ξεκίνημα και την ένταση που μπορεί να το συνοδεύει. Καλό είναι να θυμόμαστε ότι τα παιδιά προσαρμόζονται εκ φύσεως πιο εύκολα από τους μεγάλους, αρκεί να τους το επιτρέψουμε και να τους βοηθήσουμε σε αυτό.
  • Εάν ο γονιός αντιληφθεί το δικό του συναίσθημα και το κατανοήσει, τότε διευκολύνει και εκπαιδεύει το παιδί του να διαχειρίζεται και να προσαρμόζεται σε νέες συνθήκες, διαδικασία απαραίτητη για την μετέπειτα ωρίμανση και αυτονόμησή του.

Βίκυ Τσατσανύφου

Ψυχολόγος – Οικογενειακή Θεραπεύτρια

Η διπολική διαταραχή χαρακτηρίζεται από ακραίες διακυμάνσεις – είτε απότομες είτε σταδιακές - ανάμεσα σε δύο συναισθηματικές διαθέσεις:

  • Υπέρμετρη έξαρση (μανία)
  • Κατάθλιψη

Κάθε άνθρωπος έχει διακυμάνσεις στη διάθεσή του οι οποίες είναι φυσιολογικές αν σκεφτούμε πως οφείλονται στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος και στον τρόπο με τον οποίο το άτομο τα επεξεργάζεται, τα ερμηνεύει και τα εσωτερικεύει.

Στα άτομα με διπολική διαταραχή, τα «πάνω» και «κάτω» της διάθεσης είναι παθολογικά: έχουν μεγάλη ένταση και διάρκεια, καθώς και έντονες αρνητικές επιπτώσεις στην κοινωνική και επαγγελματική τους ζωή.

Όταν μιλάμε για μανία, εννοούμε κάτι περισσότερο από ενεργητικότητα ή ευφορία. Η μανία αποτελεί μια σοβαρή κατάσταση που περιλαμβάνει συμπτώματα όπως υπερβολική ενέργεια, σκέψεις που καλπάζουν, διογκωμένη αυτοεκτίμηση ή αίσθημα μεγαλείου, μειωμένη ανάγκη για ύπνο, ψυχοκινητική ανησυχία, υπερκινητικότητα, επιταχυμένο ρυθμό ομιλίας συχνά με διαταραγμένη σκέψη.

Η κατάσταση της μανίας μπορεί να είναι ευχάριστη για το άτομο καθώς νιώθει ‘ανεβασμένο’, γεμάτο αυτοπεποίθηση, ευτυχισμένο, χαρούμενο. Συνήθως όμως το μανιακό επεισόδιο χαρακτηρίζεται από ευερεθιστότητα, οργή, ενίοτε και παρανοϊκότητα. Θα λέγαμε λοιπόν πως η διάθεση είναι διεγερμένη παρά εξηρμένη.

Το συναίσθημα της ευερεθιστότητας μπορεί επίσης να προκύψει από τα καταθλιπτικά επεισόδια της διαταραχής. Το άτομο συχνά παρουσιάζει μεγαλύτερη ευαισθησία σε απορρίψεις, περιγράφει μια ματαίωση και χαμηλή ανοχή στα σχόλια των άλλων, τα προβλήματα μοιάζουν πιο καταστροφικά, ενώ μπορεί να αναζητά μια εξήγηση γι’ αυτές τις κυκλικές αλλαγές της διάθεσης.

Οι θεραπευτικές παρεμβάσεις στην αντιμετώπιση της διαταραχής περιλαμβάνουν τη φαρμακοθεραπεία, αναγνωρίζοντας πως η βάση της θεραπείας είναι η σταθεροποίηση του συναισθήματος. Επίσης η ψυχοθεραπεία παίζει σημαντικό ρόλο καθώς βελτιώνει τη συμπτωματολογία και τις κοινωνικές σχέσεις.

Η διαχείριση της διπολικής διαταραχής περιλαμβάνει επίσης την κατανόηση και τη μείωση της οξύθυμης συμπεριφοράς. Χωρίς αυτό να σημαίνει για το άτομο πως θα συγκαλύπτει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στη ζωή του.

Ας δούμε κάποιες δεξιότητες που βοηθούν στον έλεγχο και τη διαχείριση του θυμού

  • Διαχείριση αρνητικού τρόπου σκέψης

Σκέψεις οι οποίες φιλτράρονται μέσα από παλιές εμπειρίες π.χ ‘είναι το ίδιο με την προηγούμενη φορά’, ‘πάντα μου το κάνουν αυτό’, ‘πάντα μου φέρεται έτσι’, ‘φτάνει πια’, μπορεί να σας οδηγήσουν στο να αντιδράσετε παρορμητικά, και έντονα. Επίσης η απόδοση κινήτρων στους άλλους π.χ ‘δεν με σέβονται’, ‘το κάνουν επίτηδες’, ‘δε νοιάζεται πως νιώθω εγώ’, ‘με εκμεταλλεύεται’ μπορεί να οδηγήσει στην κλιμάκωση του αρνητικού συναισθήματος. Η ενόχληση από κάποιον άλλο μπορεί να μεταφραστεί ως προσωπική επίθεση.

Στόχος είναι να πειθαρχήσετε τις σκέψεις σας και να μην επιτρέψετε σε παράλογα νοητικά φίλτρα να καθορίσουν το συναίσθημά σας.

  • Δεν χρειάζεται να λύσετε το θέμα αμέσως

Ο θυμός μπορεί να διογκώσει τη βαρύτητα ενός θέματος που παρουσιάζεται ως επείγον. Δώστε χρόνο στον εαυτό σας ώστε να σκεφτείτε άλλες στρατηγικές, πιο λειτουργικές για να επιλύσετε το θέμα. Πρόκειται για μια χρήσιμη τεχνική που θα σας επιτρέψει να αντιμετωπίσετε ψύχραιμα την κατάσταση, να συνεργαστείτε με αγαπημένα πρόσωπα. Θα μπορέσετε έτσι να διαπιστώσετε αν ο θυμός οφείλεται σε ένα επεισόδιο της διάθεσης ή προκύπτει από το ίδιο το πρόβλημα. Επιπλέον θα μάθετε να αναγνωρίζετε τα στρεσσογόνα ερεθίσματα και θα ελέγχετε καλύτερα την πορεία της διαταραχής σας.

  • Στόχος δεν είναι ποιος θα νικήσει

Μπορεί να σκέφτεστε ‘δεν θα τον αφήσω να βγει από πάνω’, ‘έχω δίκιο και πρέπει να επιβάλω τη γνώμη μου’. Μια εσωτερική ανάγκη να επικρατήσετε σε μια αντιπαράθεση μέχρι τελικής πτώσεως μπορεί να σας εμποδίσει να κάνετε χρήσιμες επιλογές. Ο στόχος σας είναι η βελτίωση της ζωής σας και όχι να υπερισχύσετε παρατείνοντας μια σύγκρουση ή ένα διαπληκτισμό. Αυτό θα σας προστατέψει από μελλοντικές τύψεις ενός παρορμητικού ξεσπάσματος οργής. Όταν ηρεμήσετε θα διαπιστώσετε πως υπάρχουν εναλλακτικές στρατηγικές που δεν καταλήγουν σε ακραίες συμπεριφορές, απογοητεύσεις ή παρεξηγήσεις.

  • Αξιολογήστε τους στόχους της ζωής σας ακόμα κι όταν είστε θυμωμένοι

Η κρίσιμη ερώτηση που θα σας βοηθήσει αν κάνετε στον εαυτό σας είναι: ο θυμός μου είναι χρήσιμος; Με βοηθά να πετύχω έναν επιθυμητό στόχο ή απλά με εμπλέκει σε άλλη μία σύγκρουση; Σκεφτείτε τους ανθρώπους που αγαπάτε. Ζητήστε τη βοήθειά τους μιλώντας τους ειλικρινά για την αλλαγή στη διάθεσή σας.

Τα συναισθήματα του θυμού και του εκνευρισμού είναι συχνά στη διπολική διαταραχή. Η εποικοδομητική διαχείριση των αρνητικών αυτών συναισθημάτων προϋποθέτει την ανάληψη της προσωπικής ευθύνης, την κατανόηση και την αποδοχή της διαταραχής με στόχο την ψυχοπροφύλαξη και τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής.

Δήμητρα Τσώλα

Ψυχολόγος, Ψυχοθεραπεύτρια

Ο βασικός αναπτυξιακός στόχος κατά την εφηβεία είναι η διαμόρφωση μιας ταυτότητας και η επίτευξη ενός επιπέδου αυτονομίας η οποία θα επιτρέψει στο νέο να απομακρυνθεί από την πατρική στέγη αλλά ταυτόχρονα να διατηρήσει μια ζεστή και εποικοδομητική σχέση με τους γονείς.

 

Οι νέοι σ’ αυτή την περίοδο της ζωής τους έχουν περισσότερο παρά ποτέ ανάγκη για όρια και καθοδήγηση. Είναι σημαντικό οι γονείς να είναι σταθεροί στις αξίες που οι ίδιοι έχουν, έτσι ώστε ο έφηβος να έχει ένα πλαίσιο για να διαμορφώσει τις δικές του. Σε καμία περίπτωση δεν συζητάμε για επιβολή απόψεων, γιατί αυτή μπορεί να οδηγήσει είτε σε μεγαλύτερη αντίδραση και επίθεση είτε σε αναγκαστική υποταγή. Και στις δυο περιπτώσεις ο έφηβος βιώνει ματαίωση και αδυνατεί να δημιουργήσει τον δικό του δρόμο. Ένα πλαίσιο αξιών, όμως, είναι απαραίτητο γιατί βοηθάει τον νέο να μη χαθεί στα τόσα προσφερόμενα πρότυπα (σύμφωνα με τη συστημική θεωρία, ο πολύ μεγάλος αριθμός αντικρουόμενων πληροφοριών «μπλοκάρει» το σύστημα και αυτό δεν επεξεργάζεται καμία πληροφορία). Το γονεϊκό πλαίσιο αξιών του προφέρει μια βάση για να αντιτεθεί και σε συνδυασμό με την ελευθερία έκφρασης, να δημιουργήσει την δική του ταυτότητα. Οι γονείς από την άλλη δεν θα πρέπει να φοβηθούν να αντιταχθούν στις επιθέσεις και αμφισβητήσεις του νέου, γιατί θα πρέπει να μη ξεχνάνε ότι αυτή η αμφισβήτηση δεν απευθύνεται στους ίδιους σαν πρόσωπα, αλλά στον ρόλο τους ως γονείς.

 

Η ωριμότητα των γονέων αλλά και η καλή μεταξύ τους σχέση είναι καλοί δείκτες της ανεξαρτητοποίησης του παιδιού τους. Συχνά σε περιόδους κρίσης, η ενότητα του ζευγαριού στηρίζεται στην ύπαρξη και τη φροντίδα του παιδιού τους. Έτσι η αυτονόμηση του παιδιού αναπόφευκτα φέρνει τους συντρόφους αντιμέτωπους με μια νέα πραγματικότητα στην οποία δεν συμπεριλαμβάνεται αυτός ο «απορροφητήρας κρίσεων». Προκειμένου να αποφευχθεί η διάλυση της οικογένειας το παιδί μπορεί να αναβάλλει επ’ αόριστον την ανεξαρτητοποίηση του. Για παράδειγμα, σε μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσε να το παιδί να εκδηλώσει κάποια διατροφική διαταραχή (σύνηθες φαινόμενο στην εφηβική ηλικία) για να έχει πάντα ανάγκη τη μητέρα – τροφό.

 

Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε πως οι έφηβοι στο τελευταίο στάδιο παραμονής τους στην πατρική οικογένεια έχουν ανάγκη από όρια, καθοδήγηση αλλά και ελευθερία λόγου και σκέψης έτσι ώστε να διαμορφώσουν την δική τους ταυτότητα. Έχουν ανάγκη από ένα ισχυρό πρότυπο με το οποίο θα παλέψουν για να μπορέσουν να βρουν τον δικό τους δρόμο. Αυτό το πρότυπο μπορούν να τους το προσφέρουν μόνο γονείς ώριμοι, με δικές τους αξίες και αρχές, που θέλουν πραγματικά να προσφέρουν έναν ευτυχισμένο και ανεξάρτητο άνθρωπο στην κοινωνία.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

-Παπαδιώτη – Αθανασίου Β. Οικογένεια και όρια Συστημική προσέγγιση, 2006 Εκδ. Ελληνικά Γράμματα

 

Αλεξία Ζήση

Ψυχολόγος - Συστημική Οικογενειακή Θεραπεύτρια

Πιστοποιημένη κάτοχος EuroPsy

M.Sc. Ερευνητικές Μέθοδοι Ψυχολογίας (Lancaster University)

B.A. Ψυχολογίας (Deree College και Ε.Κ.Π.Α.)

Ο βασικός αναπτυξιακός στόχος κατά την εφηβεία είναι η διαμόρφωση μιας ταυτότητας και η επίτευξη ενός επιπέδου αυτονομίας η οποία θα επιτρέψει στο νέο να απομακρυνθεί από την πατρική στέγη αλλά ταυτόχρονα να διατηρήσει μια ζεστή και εποικοδομητική σχέση με τους γονείς.

Οι νέοι σ’ αυτή την περίοδο της ζωής τους έχουν περισσότερο παρά ποτέ ανάγκη για όρια και καθοδήγηση. Είναι σημαντικό οι γονείς να είναι σταθεροί στις αξίες που οι ίδιοι έχουν, έτσι ώστε ο έφηβος να έχει ένα πλαίσιο για να διαμορφώσει τις δικές του. Σε καμία περίπτωση δεν συζητάμε για επιβολή απόψεων, γιατί αυτή μπορεί να οδηγήσει είτε σε μεγαλύτερη αντίδραση και επίθεση είτε σε αναγκαστική υποταγή. Και στις δυο περιπτώσεις ο έφηβος βιώνει ματαίωση και αδυνατεί να δημιουργήσει τον δικό του δρόμο. Ένα πλαίσιο αξιών, όμως, είναι απαραίτητο γιατί βοηθάει τον νέο να μη χαθεί στα τόσα προσφερόμενα πρότυπα (σύμφωνα με τη συστημική θεωρία, ο πολύ μεγάλος αριθμός αντικρουόμενων πληροφοριών «μπλοκάρει» το σύστημα και αυτό δεν επεξεργάζεται καμία πληροφορία). Το γονεϊκό πλαίσιο αξιών του προφέρει μια βάση για να αντιτεθεί και σε συνδυασμό με την ελευθερία έκφρασης, να δημιουργήσει την δική του ταυτότητα. Οι γονείς από την άλλη δεν θα πρέπει να φοβηθούν να αντιταχθούν στις επιθέσεις και αμφισβητήσεις του νέου, γιατί θα πρέπει να μη ξεχνάνε ότι αυτή η αμφισβήτηση δεν απευθύνεται στους ίδιους σαν πρόσωπα, αλλά στον ρόλο τους ως γονείς.

Η ωριμότητα των γονέων αλλά και η καλή μεταξύ τους σχέση είναι καλοί δείκτες της ανεξαρτητοποίησης του παιδιού τους. Συχνά σε περιόδους κρίσης, η ενότητα του ζευγαριού στηρίζεται στην ύπαρξη και τη φροντίδα του παιδιού τους. Έτσι η αυτονόμηση του παιδιού αναπόφευκτα φέρνει τους συντρόφους αντιμέτωπους με μια νέα πραγματικότητα στην οποία δεν συμπεριλαμβάνεται αυτός ο «απορροφητήρας κρίσεων». Προκειμένου να αποφευχθεί η διάλυση της οικογένειας το παιδί μπορεί να αναβάλλει επ’ αόριστον την ανεξαρτητοποίηση του. Για παράδειγμα, σε μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσε να το παιδί να εκδηλώσει κάποια διατροφική διαταραχή (σύνηθες φαινόμενο στην εφηβική ηλικία) για να έχει πάντα ανάγκη τη μητέρα – τροφό.

Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε πως οι έφηβοι στο τελευταίο στάδιο παραμονής τους στην πατρική οικογένεια έχουν ανάγκη από όρια, καθοδήγηση αλλά και ελευθερία λόγου και σκέψης έτσι ώστε να διαμορφώσουν την δική τους ταυτότητα. Έχουν ανάγκη από ένα ισχυρό πρότυπο με το οποίο θα παλέψουν για να μπορέσουν να βρουν τον δικό τους δρόμο. Αυτό το πρότυπο μπορούν να τους το προσφέρουν μόνο γονείς ώριμοι, με δικές τους αξίες και αρχές, που θέλουν πραγματικά να προσφέρουν έναν ευτυχισμένο και ανεξάρτητο άνθρωπο στην κοινωνία.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

-Παπαδιώτη – Αθανασίου Β. Οικογένεια και όρια Συστημική προσέγγιση, 2006 Εκδ. Ελληνικά Γράμματα

Αλεξία Ζήση

Ψυχολόγος - Συστημική Οικογενειακή Θεραπεύτρια

Πιστοποιημένη κάτοχος EuroPsy

M.Sc. Ερευνητικές Μέθοδοι Ψυχολογίας (Lancaster University)

B.A. Ψυχολογίας (Deree College και Ε.Κ.Π.Α.)

Ο παιδικός σταθμός, στις μέρες μας, είναι κάτι το αναγκαίο για την οικογένεια. Αποτελεί, αφενός μια καλή λύση στο πρόβλημα της φύλαξης και περιποίησης του παιδιού τις ώρες που εργάζονται οι γονείς και αφετέρου προσφέρει στο ίδιο το παιδί ερεθίσματα και δυνατότητες κοινωνικές/γνωστικές/συναισθηματικές που προάγουν την ανάπτυξή του συνολικά.

 

Για παράδειγμα, αποτελεί ένα μέσο κοινωνικοποίησης, όπου το παιδί έρχεται σε επαφή με συνομήλικους αλλά και ενηλίκους, οι οποίοι δεν αποτελούν το στενό οικογενειακό του περιβάλλον. Έτσι, του δίνεται η δυνατότητα να αναπτύξει νέες δεξιότητες προκειμένου να επικοινωνήσει με αυτά τα «νέα» άτομα.

 

Επιπλέον, μέσα από το παιδαγωγικό πρόγραμμα, τις διάφορες δραστηριότητες και το παιχνίδι ενισχύεται η γλωσσική, συναισθηματική και σωματική του ανάπτυξη.

 

Συνεπώς, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το παιδί ωφελείται πολύπλευρα από τη συστηματική προσχολική εκπαίδευση.

 

Πώς επιλέγω τον «κατάλληλο» παιδικό σταθμό;

Η επιλογή του κατάλληλου παιδικού σταθμού είναι μια προσωπική υπόθεση κάθε γονέα. Ωστόσο, θα μπορούσαμε να πούμε πώς υπάρχουν κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που πρέπει να ικανοποιούνται από την επιλογή μας αυτή.

 

Για παράδειγμα, χρειάζεται το σχολείο που θα επιλέξουμε να μας εμπνέει ασφάλεια κι εμπιστοσύνη. Πρέπει να νιώθουμε ότι «αφήνουμε» τα παιδιά μας σε έναν χώρο, όπου δεν κινδυνεύουν να χτυπήσουν, είναι καθαρός και υπάρχουν άτομα εκεί μέσα (προσωπικό & παιδαγωγοί) που είναι υπεύθυνα.

 

Άλλο σημαντικό κριτήριο είναι να αποτελεί ένα περιβάλλον, όπου παρέχει στοργή κι αγάπη. Τα παιδιά χρειάζεται να νιώσουν αντίστοιχη ζεστασιά κι αγάπη με αυτήν που βιώνουν στο σπίτι τους.

 

Παρ’ όλη την ασφάλεια που θα παρέχει το σχολείο, βέβαια, χρειάζεται να αφήνει στο παιδί ελευθερία κινήσεων και να το ωθεί προς την αυτονομία του. Εξάλλου, ασφάλεια δε σημαίνει περιορισμός.

 

Παρέα με όλα τα παραπάνω, ο παιδικός σταθμός είναι ένας τόπος μάθησης (γνωστικής & κοινωνικής), ψυχαγωγίας και παιχνιδιούˑ συστατικά απαραίτητα για την εξέλιξη κάθε παιδιού.

 

Πρακτικές Συμβουλές

  • Συζητήστε με φίλους και συγγενείς για τις δικές τους εμπειρίες.
  • Προτιμήστε ένα σταθμό που βρίσκεται κοντά στην περιοχή σας, ώστε να είναι άμεση η πρόσβαση σε περίπτωση μελλοντικής ασθένειας. Επιπρόσθετα, οι φίλοι που θα αποκτήσει θα βρίσκονται στην περιοχή και θα μπορεί πιο εύκολα να τους δει κι εκτός σχολείου.
  • Αρχικά, τηλεφωνήστε στους παιδικούς της περιοχή σας κι ενημερωθείτε για το ωράριο, τις ηλικίες που δέχονται, το φαγητό, το μέσο μεταφοράς.
  • Αφού ξεχωρίσετε τους σταθμούς που σας ενδιαφέρουν, επισκεφτείτε τους. Ρωτήστε τον υπεύθυνο του χώρου ό, τι απορία σας έχει δημιουργηθεί, ώστε να νιώσετε άνετα (π.χ. πόσα παιδιά βρίσκονται σε μία τάξη; ποια είναι η αναλογία παιδιών – εκπαιδευτικών;)
  • Εμπιστευτείτε το συναίσθημά σας. Πώς νιώσατε κατά την επίσκεψή σας και τη συνομιλία σας με τον υπεύθυνο του σταθμού; Πώς ήταν το γενικότερο κλίμα;

 

Η επιλογή του παιδικού σταθμού είναι μια πολύ σημαντική υπόθεση, τόσο για το ίδιο το παιδί όσο και για τον γονέα, καθώς ο χώρος αυτός θα αποτελέσει το «δεύτερο σπίτι» του παιδιού. Θα πρέπει, λοιπόν, να είναι το ίδιο ασφαλής κι ευχάριστος, ώστε να βοηθήσει το παιδί να αναπτυχθεί, να εξελιχθεί και να το οδηγήσει προς την αυτονόμησή του.

 

Βίκυ Τσατσανύφου

Ψυχολόγος – Οικογενειακή Θεραπεύτρια

Το άγχος της μοναξιάς έχει δύο όψεις. Από τη μία μας κινητοποιεί να αναζητήσουμε συντροφιά ή να σχετιστούμε πιο ισορροπημένα με το σύντροφό μας, και από την άλλη μπορεί να μας αποτρέψει από την επιλογή ενός υγιούς χωρισμού.

Στη θετική λοιπόν πλευρά προσπαθούμε να ικανοποιήσουμε την ανάγκη μας για συναισθηματική εγγύτητα. Οι σχέσεις μας παρέχουν ηρεμία και ασφάλεια. Η ζωή μας αποκτά νόημα όταν κάποιος νοιάζεται για μας. Όταν η σχέση μας απειλείται νιώθουμε δυσάρεστα, χάνουμε την αίσθηση ελέγχου που χρειαζόμαστε για την ευημερία μας, ενώ κινητοποιούμαστε να την επανορθώσουμε ή να αναζητήσουμε μια νέα. Ο επικείμενος χωρισμός μας προκαλεί άγχος. Έτσι, στις σχέσεις το άγχος της μοναξιάς μας προστατεύει από τον κίνδυνο. Έναν κίνδυνο που σχετίζεται με την επιβίωση.

Ενώ στην αρνητική – δυσλειτουργική πλευρά το υπερβολικό άγχος της μοναξιάς μπορεί να μας εμποδίσει να αναγνωρίσουμε και να φροντίσουμε τις ανάγκες μας όταν χρειάζεται. Ιδιαίτερα αν έχουμε βιώσει μια εγκατάλειψη στο παρελθόν ο αγώνας για ασφάλεια μπορεί να γίνει καταστροφικός.

Το άτομο που φοβάται το χωρισμό μπορεί να υιοθετήσει μια εξαρτημένη συμπεριφορά. Να γαντζωθεί πάνω στον άλλο. Ωστόσο το εξαρτημένο άτομο συνήθως πιστεύει ότι δεν αξίζει αγάπη και υποστήριξη. Νιώθει κενό το οποίο προσπαθεί να αναπληρώσει με την επιλογή του συντρόφου. Και συχνά καταλήγει να δημιουργεί οποιοδήποτε είδος σχέσης για να αποφεύγει να αντιμετωπίζει τον πόνο της μοναξιάς, ακόμα κι αν αυτή η σχέση του είναι αρρωστημένη ή δυσλειτουργική. Ή από φόβο μη διαλυθεί η σχέση του, αποφεύγει συστηματικά να συζητήσει ή να διαπραγματευτεί τις απογοητεύσεις που βιώνει.

Ή μπορεί να αποφεύγει τις σχέσεις σε μια προσπάθεια αποφυγής του πόνου. Να φοβάται να δεθεί συναισθηματικά με ένα άλλο άτομο από φόβο μήπως νιώσει απόρριψη και εγκατάλειψη. Μπορεί να έχει προδοθεί από τους ανθρώπους και να περιμένει ότι θα τον προδώσουν ξανά. Η αποφυγή ωστόσο συνοδεύεται από μια αίσθηση απομόνωσης και θλίψης. Καθώς και από μια περιορισμένη ικανότητα εξερεύνησης ή διαφοροποίησης εσωτερικών εμπειριών. Ο ψυχολογικός τοίχος που κάποτε προστάτευε το άτομο, γίνεται εμπόδιο, εχθρός. Και τον καταδικάζει στη δυσπιστία και στην απάθεια. Ή μπορεί το άγχος να εκδηλώνεται με θυμό. Ο θυμός εδώ είναι ένα δευτερογενές συναίσθημα: πίσω από το θυμό υπάρχει ο φόβος της μοναξιάς και της απόρριψης.

Είμαστε πλάσματα της συντροφικότητας, και επιθυμούμε την ικανοποίηση που μας προσφέρουν οι σχέσεις. Όταν όμως έχουμε υπερβολική ανάγκη τους άλλους, όταν φοβόμαστε τη μοναξιά και την εγκατάλειψη, δυσκολευόμαστε να επιβιώσουμε μόνοι μας. Η ευαλωτότητα και ο πόνος που σχετίζονται με την απογοήτευση που βιώσαμε στο παρελθόν ή φοβόμαστε πως θα βιώσουμε στο μέλλον, μας οδηγούν στο να οργανώνουμε τη ζωή μας έτσι ώστε να αποφύγουμε την αντιμετώπιση παρόμοιων συναισθημάτων και αναγκών.

Είναι σημαντικό να αισθανόμαστε άνεση, σιγουριά όταν βρισκόμαστε μόνοι με τον εαυτό μας. Μόνο όταν σχετιζόμαστε με τον εαυτό μας αντλούμε μια πραγματική αίσθηση του ποιοι πραγματικά είμαστε. Μόνο αυτό μπορεί να μας δώσει μια διαρκή πληρότητα. Όσο βασιζόμαστε στους άλλους για να καλύψουμε το φόβο της απόρριψης και της εγκατάλειψης, τόσο η ισορροπία αυτή θα είναι εύθραυστη. Η μοναξιά, η οποία είναι απαλλαγμένη από φόβους, και εσωτερικές συγκρούσεις είναι η μοναδική μορφή της πραγματικής αυτονομίας.

Δήμητρα Τσώλα

Ψυχολόγος, Ψυχοθεραπεύτρια

«Η αυτοεκτίμηση είναι ιδέα, στάση, συναίσθημα, εικόνα και εξωτερικεύεται με τη συμπεριφορά.»

  V. Satir

Η αυτοεκτίμηση είναι μέγεθος μεταβλητό. Αυτό σημαίνει ότι ανάλογα με τις συνθήκες αλλά και με τον τρόπο με το οποίο σκεφτόμαστε, ενισχύεται ή κλονίζεται. Αλλάζοντας τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε για τον εαυτό μας, αλλάζουμε τον τρόπο με τον οποίο αισθανόμαστε για τον εαυτό μας.

Αυτοεκτίμηση και εγωισμός

Η αυτοεκτίμηση προϋποθέτει αναγνώριση της μοναδικότητας του ατόμου.

Εκτιμώ τον εαυτό μου σημαίνει τον φροντίζω, τον αγαπώ, αναλαμβάνω την ευθύνη των πράξεων μου, γίνομαι ο γονέας του εαυτού μου. Όταν δίνω αξία στον εαυτό μου, τότε μπορώ να εκτιμήσω και την αξία των άλλων.

Πολλοί άνθρωποι συγχέουν την αυτοεκτίμηση με τον εγωισμό. Ο εγωισμός εμπεριέχει μια έννοια σύγκρισης με κάποιον άλλο. Αντίθετα η αυτοεκτίμηση είναι μια θέση.

Στην προσπάθειά μας για ειρηνική συμβίωση, μαθαίνουμε να αγαπάμε τους άλλους πριν προλάβουμε να μάθουμε να αγαπάμε τον εαυτό μας. Αυτό όμως, σύμφωνα με την Satir, οδηγεί σε υποτίμηση του εαυτού γιατί ένας άνθρωπος που δεν δίνει αξία στον εαυτό του, περιμένει από τους άλλους να το κάνουν για αυτόν.

Αυτοεκτίμηση και μοναξιά

Οι άνθρωποι που έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, ακριβώς επειδή περιμένουν από τους άλλους να τους δώσουν αξία, μπορούν να θυματοποιηθούν πολύ εύκολα. Στη προσπάθειά τους λοιπόν να προστατευθούν από την εξαπάτηση, απομονώνονται. Χτίζουν προστατευτικά τείχη που τους εμποδίζουν να έρθουν σε ουσιαστική επαφή με τους άλλους και να τους εκτιμήσουν. Έτσι γεννιέται ο φόβος για το μέλλον και για τις ανθρώπινες σχέσεις.

Από την άλλη πλευρά, οι άνθρωποι με υψηλή αυτοεκτίμηση, μπορούν ν’ αναγνωρίσουν την αξία τους, να αποδεχτούν τα συναισθήματά τους και να συμφιλιωθούν με τον εαυτό τους.

Αυτό δε σημαίνει ότι και αυτοί δεν γεύονται απογοητεύσεις, ότι δεν υπάρχουν στιγμές που τα προβλήματα τους φαίνονται δυσβάστακτα, όμως βρίσκουν το κέφι και τη ζωντάνια να συνεχίσουν γιατί αντλούν ενέργεια από την πίστη τους στον ίδιο τους τον εαυτό. Βλέπουν τις δυσκολίες της ζωής σαν πρόσκαιρες κρίσεις από τις οποίες έχουν την ευκαιρία να δημιουργήσουν μια καινούρια δυνατότητα για τους ίδιους.

Έτσι δεν χρειάζεται να κρίνουν τα συναισθήματα τους γιατί αντέχουν να τα εμπεριέχουν στην εικόνα τους, ακόμα και όταν είναι αρνητικά. Δεν χρειάζεται να φοβούνται το μέλλον γιατί ξέρουν ότι μπορούν να επωφεληθούν ακόμα και από τις δυσκολίες. Δεν χρειάζεται να προστατεύονται και να απομονώνονται από τους άλλους γιατί μόνο θετικά έχουν να αποκομίσουν από τις ανθρώπινες σχέσεις.

Όπως πολύ χαρακτηριστικά το θέτει η Satir: «Η συναίσθηση της αξίας του εαυτού, είναι το κλειδί, ο δρόμος για να γίνεις περισσότερο ανθρώπινος, να αποκτήσεις υγεία και ευτυχία, να δημιουργήσεις και να συντηρήσεις ικανοποιητικές σχέσεις και να είσαι ο κατάλληλος άνθρωπος, ο αποδοτικός και υπεύθυνος.»

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

«How can I improve my self-esteem» in: kidshelth.org by D’Arcy Lyness, April 2015.

«Πλάθοντας ανθρώπους», Β. Σάτιρ, Εκδόσεις Κέδρος, 1989.

Αλεξία Ζήση

Ψυχολόγος - Συστημική Οικογενειακή Θεραπεύτρια

Πιστοποιημένη κάτοχος EuroPsy

M.Sc. Ερευνητικές Μέθοδοι Ψυχολογίας (Lancaster University)

B.A. Ψυχολογίας (Deree College και Ε.Κ.Π.Α.)

Επικοινωνία

Θέτιδος 8

Ιλίσια (Στάση Μετρό: Μέγαρο Μουσικής)

Τ: +30 210 72 22 214
F: +30 210 72 22 282

email: [email protected]